Τι δ' έπραξα, Τι παρέβην, Τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη
Η πείνα μας χτύπησε την πόρτα και πέρασε στο σπίτι, όπου είχε όμως προλάβει να μπει πρώτη η ανεργία. Κανένας μας δεν είναι προετοιμασμένος για τέτοιους απρόσκλητους επισκέπτες. Δεν έχει οδό και αριθμό η ανεργία, είναι είδη στα μισά σπίτια. Δεν έχει πορεία, δεν ξέρει από αργία μοιάζει με αρχαία τραγωδία, είναι προδοσία. Τα ψυγεία της διπλανής πόρτας είναι άδεια. Ο Υπέρτατος μας ξέχασε, δεν είμαστε παιδιά του, είμαστε ενός άλλου, κάποιου κατώτερου Θεού. Εναποθέσαμε την τελευταία μας ελπίδα στο μανουάλι του μακρινού μοναστηριού. Το κερί δεν έλαμψε ποτέ, το μάζεψε η κοινωνική πρόνοια πριν λιώσει, για να το ανάψει ξανά στην κηδεία της αξιοπρέπειας μας. Στο σπίτι κάνει πια κουμάντο η πείνα και στην αγορά η ανεργία. Στο κατώφλι της πόρτας στεκόταν η ταπείνωση, η οποία είπε να μην κλείσουμε την πόρτα, διότι έφερε μαζί της και την εξαθλίωση, μας ζήτησε ταπεινά συγγνώμη που ήρθε απρόσκλητη, έπρεπε όμως να κάνει την δουλειά της, είπε. Δεν υπάρχει ελπίδα επιβίωσης, η μελαγχολία φώλ