ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ | Μέρος Β΄
Κυπριακό πήλινο αγαλματίδιο τρισώματου γίγαντα του 580 πΧ περίπου. Αρχικά και οι τρεις μορφές έφεραν αλληλοεπικαλυπτόμενες ασπίδες και δόρατα. Παρότι υποτίθεται ότι είναι ένα σώμα, η κατανομή των ασπίδων και η ταυτόχρονη υπερύψωση των δοράτων υποδηλώνει την υιοθέτηση της οπλιτικής φάλαγγας από τους Κυπρίους ακολουθώντας τα ελλαδικά πρότυπα.
Μετά την επινόηση του στη νότια Ελλάδα περί το 700 π.Χ. ή λίγο αργότερα, ο σχηματισμός της φάλαγγας διαδόθηκε ταχέως στις περιοχές του Ελληνικού Κόσμου που ήταν οργανωμένες σε πόλεις-κράτη. Ωστόσο οι περικεφαλαίες των παρουσών φιγούρων παραμένουν Μεσανατολικού ή Γεωμετρικού Ελλαδικού τύπου, αρκετά διαφορετικές από τις ελλαδικές του 580 πΧ.
Η Συνεχεία από το Α΄ ΜΕΡΟΣ 3.12.2015
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (Μέρος Β΄) και ένα Παράρτημα για τη σύγχρονη κατάσταση
Επιπρόσθετα οι Ετεοκύπριοι άρχοντες αύξαναν τη στρατιωτική τους δύναμη επειδή οι Μυκηναίοι άποικοι ήταν ικανοί πολεμιστές οι οποίοι εγκαθίσταντο στην περιοχή τους με την υποχρέωση να τους παρέχουν στρατιωτικές υπηρεσίες όποτε τους το ζητείτο, όπως είναι γνωστό από πολλά άλλα παρεμφερή παραδείγματα. Τέλος, οι εντόπιοι άρχοντες αύξαναν την παραγωγή τους σε αγαθά υψηλής ποιότητας τα οποία εμπορεύονταν μέσα ή έξω από τη μεγαλόνησο, τα οποία κατασκεύαζαν οι έμπειροι Μυκηναίοι τεχνίτες, οι οποίοι προστίθεντο στους εξίσου έμπειρους Ετεοκυπρίους. Η ανάγκη για διατήρηση αυτής της παραγωγής σε υψηλά επίπεδα είχε παρουσιαστεί σε όλη την βορειοανατολική Μεσόγειο από τον 13ο αιώνα πΧ λόγω της οικονομικής και κατ’ επέκταση κοινωνικοπολιτικής κρίσης. Το χάος που επέφεραν οι Λαοί της Θάλασσας και η αποψίλωση του πληθυσμού όλης της Ανατολικής Μεσογείου (συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου) θα κατέστησαν πιεστικότερη την ανάγκη των τοπικών αρχόντων για εξασφάλιση Μυκηναίων ειρηνικών εποίκων ή επιδρομέων που μετατρέπονταν σε έποικους μετά από συμβιβασμό.
Αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι πρώτες ελληνικές εγκαταστάσεις γίνονται κοντά σε παλαιότερες ετεοκυπριακές πόλεις ή γενικά μεγάλους οικισμούς, οι οποίες ήταν προφανώς έδρες βασιλέων ή άλλων αρχόντων. Αυτό υποδεικνύει τον ειρηνικό χαρακτήρα της εγκατάστασης. Ωστόσο ήταν ένας αρνητικός παράγων τον οποίο οι συγκεκριμένοι άρχοντες δεν είχαν υπολογίσει: η αρχαιολογία έδειξε ότι τα ετεοκυπριακά κέντρα σταδιακά χάνουν τον πληθυσμό τους ενώ ταυτόχρονα οι γειτονικοί μυκηναϊκοί σταθμοί ή αποικίες αυξάνουν τον δικό τους εξελισσόμενα σε πόλεις. Οι ανασκαφές επίσης υπέδειξαν όσον αφορά την καθημερινή ζωή και την τεχνοτροπία, ότι πολλοί από τους νέους κατοίκους των μυκηναϊκών κέντρων, ενδεχομένως οι περισσότεροι, ήταν οι Ετεοκύπριοι των δικών τους συρρικνούμενων κέντρων. Συμπερασματικά, οι τελευταίοι απλά αποφάσιζαν να μετακινηθούν στους γειτονικούς μυκηναϊκούς οικισμούς επειδή αυτοί προσέφεραν μεγαλύτερες δυνατότητες απασχόλησης και γενικά επιβίωσης λόγω της έντονης εμποροναυτικής δραστηριότητας τους, ή ως πρόσφυγες μετά τις καταστροφές των Λαών της Θάλασσας, ή για άλλους λόγους (π.χ. μεγαλύτερη ασφάλεια την οποία οι Ετεοκύπριοι βασιλείς δεν μπορούσαν πια να παρέχουν). Οι ταραγμένοι καιροί των 13ου-12ου αιώνων πΧ επέβαλαν αυτή τη μετακίνηση. Η εγκατάσταση των εντόπιων στα μυκηναϊκά κέντρα σήμαινε τον ταχύ εξελληνισμό τους, με την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας, ηθών και εθίμων. Ετσι ο ελληνικός πληθυσμός αυξανόταν ραγδαία.
Γενικά, επειδή δεν υπάρχει καμμία ένδειξη για συγκρούσεις ανάμεσα σε Κυπρο-Μυκηναίους και Ετεοκυπρίους, φαίνεται ότι οι εντόπιοι άρχοντες και βασιλείς απλά έχασαν τους υπηκόους τους υπέρ των γειτονικών τους Μυκηναίων αποικιστών ηγεμόνων και τυπικά υποτελών τους. Σταδιακά οι πόλεις τους ερημώθηκαν ή κατέστησαν απλές κώμες και μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι όσοι Ετεοκύπριοι άρχοντες και βασιλείς επιβίωσαν, κατέστησαν τελικά τοπάρχες των Μυκηναίων ηγεμόνων και εξελληνίσθηκαν. Ταυτόχρονα αφομοιώθηκε στο ελληνικό περιβάλλον και η πλειοψηφία του ετεοκυπριακού πληθυσμού: εξαιρώντας τη νοτιοανατολική ακτή (βλ. στη συνέχεια) τα τελευταία ιθαγενή στοιχεία περιορίζονται στα ορεινά του εσωτερικού και τελικά εξαφανίζονται έως την Αρχαϊκή περίοδο.
Επίσης δεν πρέπει να παραβλεφθεί η μεγάλη φυσική ελάττωση του ετεοκυπριακού πληθυσμού κατά τους 13ο-12ο αιώνες πΧ. Ο εντόπιος πληθυσμός αντιμετώπιζε τα ίδια κοινωνικοοικονομικά προβλήματα με εκείνα των κατοίκων της Μικράς Ασίας και του Μυκηναϊκού Αιγαίου και είναι πολύ πιθανό ότι πέρα από τους αυξημένους θανάτους και την ελάττωση των γεννήσεων, μεγάλο μέρος του πληθυσμού να είχε καταφύγει στις γειτονικές Χαναανικές ακτές οι οποίες παλαιότερα είχαν δεχθεί και Μινωίτες αποίκους-πρόσφυγες μετά την πτώση του Μινωικού πολιτισμού (μέσα 15ου αι. πΧ), και την εποχή υπό εξέταση και αργότερα, δέχθηκε ακόμη περισσότερους Μυκηναίους. Ωστόσο οι Μινωίτες, Μυκηναίοι και Ετεοκύπριοι έποικοι στην Χαναάν αφομοιώθηκαν από τον πυκνό και πολιτισμένο σημιτικό πληθυσμό της, προγονικό των Φοινίκων. Οι μεγάλοι αριθμοί των Μυκηναίων αποίκων στην Κύπρο από τον ύστερο 13ο αιώνα έως και τον 11ο αιώνα περίπου, όπου έφθαναν κατά αποικιστικά κύματα, και η προηγούμενη ελάττωση του εντόπιου πληθυσμού ο οποίος μάλλον είχε αφήσει κενές αρκετές περιοχές, εξηγεί περαιτέρω τη ραγδαία επικράτηση του ελληνικού χαρακτήρα.
Οι Χανααναίοι και οι Φοίνικες απόγονοι τους προϋπήρχαν στο νησί πριν τον 9ο αιώνα π.Χ. αλλά σε μικρούς αριθμούς, ως παροικίες στις ετεοκυπριακές και έπειτα ελληνικές πόλεις. Η ασταθής εγκατάσταση των Ελλήνων στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού ανάμεσα στους κόλπους της Λάρνακας και της Λεμεσού (εκτός μάλλον από μία εγκατάσταση Αρκάδων στο Μαρώνι) ίσως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν χώρος επιρροής των Φοινίκων οι οποίοι τελικά τον 9ο αιώνα σταθεροποίησαν τη θέση τους εκεί ιδρύοντας την πόλη Qart Hadasht (Νεάπολη, στη χαναανική γλώσσα τους) το οποίο όνομα αποδόθηκε αργότερα στα ελληνικά ως ‘Κίτιο’. Ουσιαστικά το Κίτιο είχε το ίδιο όνομα με την Καρχηδόνα της Λιβύης και την Καρθαγένη της Ισπανίας (Qart Hadasht).
To όνομα του προέρχεται από ελληνική παραφθορά του Qartι>Κάρτιον>Κίτιον. Στο Κίτιο το οποίο ιδρύθηκε πολύ κοντά στην παλαιά ετεοκυπριακή πόλη την οποία είχαν καταστρέψει οι Λαοί της Θάλασσας περί το 1200 π.Χ., οι Φοίνικες ίδρυσαν ναό προς τιμήν της θεάς Αστάρτης ο οποίος θεωρείται ο επιβλητικότερος του φοινικικού κόσμου: δείγμα μάλλον των αποφασιστικών διεκδικήσεων τους στα εδάφη του νησιού.
Η Αμαθούς (ή «ο Αμαθούς» σύμφωνα με άλλη εκδοχή), η τελευταία πόλη Ετεοκυπρίων στο νησί αναπτύχθηκε στην ίδια ακτή κοντά στη σύγχρονη Λεμεσό, υπό την προστασία των Φοινίκων. Επειδή οι Μυκηναίοι δεν επέβαλαν τη γλώσσα ή τον πολιτισμό τους στους εντόπιους (ο εξελληνισμός ήταν ηθελημένος), μάλλον η Αμαθούς συγκέντρωσε όσους Ετεοκύπριους απέρριψαν συνειδητά τη μαζική στροφή των ομόγλωσσων τους προς τον εξελληνισμό, δηλαδή πιθανώς πολλούς από τους παλαιούς εντόπιους άρχοντες και βασιλείς που έχασαν τους υπηκόους τους. Ωστόσο παρά τον ανταγωνισμό Ελλήνων και Φοινίκων, και οι δύο αναφερόμενες πόλεις είχαν μάλλον εξαρχής μία ελληνική παροικία, προφανώς εμπορική, και δεν απέφυγαν τον σταδιακό εξελληνισμό τους. Με το πέρασμα των αιώνων, ο ελληνικός χαρακτήρας επικρατούσε όλο και περισσότερο στο Κίτιο και την Αμαθούντα, έγινε ο κυρίαρχος κατά την πρώιμη Ελληνιστική περίοδο ενώ λίγο αργότερα τα φοινικικά και ετεοκυπριακά στοιχεία εξαφανίσθηκαν τελείως. Η καταστροφή της ισχυρότερης φοινικικής πόλης Τύρου από τον Μέγα Αλέξανδρο μάλλον έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στην εξασθένιση της φοινικικής επιρροής στην Κύπρο και του επακόλουθου πλήρους εξελληνισμού των δύο πόλεων. Κατά τη Ρωμαιοκρατία, η εγκατάσταση λατινόφωνων στο νησί ήταν περιορισμένη και αυτοί αφομοιώθηκαν γρήγορα από τον ελληνικό πληθυσμό.
Κυπριακή μορφή από ασβεστόλιθο με κορινθιακό κράνος, αρχές 5ου αιώνα π.Χ. Η μορφή δεν απεικονίζει κάποιον Ελλαδίτη μισθοφόρο όπως υποστηρίζει μια άποψη, επειδή φέρει επιμήκη γενειάδα ασσυριακού τύπου την οποία συνήθιζαν να φέρουν οι Κύπριοι αλλά όχι οι Ελλαδικοί. Η μορφή όπως και αρκετές ακόμη παρόμοιες των 6ου-5ου αιώνων, αποτελεί ένδειξη της υιοθέτησης του δημοφιλούς κορινθιακού κράνους από τους Κυπρίους μαχίμους κατά τα μητροπολιτικά πρότυπα.
Σταδιακά σχηματίσθηκαν και οι πόλεις-κράτη του νησιού με κέντρα κυρίως τις παλαιές πλέον μυκηναϊκές αποικίες. Το πιθανότερο είναι ότι οι μεταγενέστεροι Κύπριοι βασιλείς ήταν απόγονοι των παλαιών αρχηγών (οικιστών) των Ελλήνων αποίκων. Αυτό διαφαίνεται τουλάχιστον στους μύθους και τις παραδόσεις και είναι γενικά μία λογική υπόθεση. Μία στήλη του Ασσυρίου βασιλιά Εσαρχαδών του 673/672 π.Χ. (οι Ασσύριοι κατέστησαν το νησί φόρου υποτελές τους περί το 709 πΧ) αναφέρει τα βασίλεια Edi’il (Ιδάλιον), Kitrsi (Xύτροι), Pappa (Πάφος), Silli (Σόλοι), Kuri (Κούριον), Tamesi (Ταμασσός), Nuria (Αμαθούς), Sillu’ua (Σαλαμίς), Qarti hadasti (Κίτιον) και Lidir (Λήδρα). Μεταγενέστερες ασσυριακές πηγές αναφέρουν και τις πόλεις-βασίλεια Λάπηθος, Κυρήνεια και Μάριον. Αυτές οι δεκατρείς ήταν περίπου οι «σταθερές» πόλεις-κράτη της νήσου. Από αυτές, το Ιδάλιον, οι Χυτροι, η Λήδα και η Ταμασσός δεν διέθεταν ακτογραμμή έχοντας αποκλειστικά εδάφη στην ενδοχώρα, ενώ όλες οι άλλες ήταν παράκτιες. Επίσης κάποιες από τις προαναφερόμενες πόλεις-κράτη, φαίνεται πως καθίσταντο κατά διαστήματα τμήματα άλλων πόλεων-κρατών. Για παράδειγμα, το 323 πΧ η Κυρήνεια υποτάχθηκε στον βασιλιά της γειτονικής Λαπήθου έως το 312 ή λίγο αργότερα.
Η Αντιγονιδική δυναστεία προσέφερε την πρώτη στον δεύτερο για την υποστήριξη που της παρείχε στο νησί, αλλά όταν ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου κατέλαβε την Κύπρο, συνέλαβε τον βασιλιά της Λαπήθου και η Κυρήνεια ανέκτησε την ανεξαρτησία της. Από την άλλη πλευρά είναι πιθανό ότι κάποιες μικρότερες πόλεις όπως οι Γόλγοι, καθίσταντο κατά καιρούς ανεξάρτητες από τις μεγαλύτερες στις οποίες ανήκαν, όπως συνέβαινε και με τις πόλεις της Κρήτης.
Σε επόμενα άρθρα θα ασχοληθώ με την πολεμική τέχνη της αρχαίας Κύπρου, από τη Χαλκοκρατία έως τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Αρχικά δεν είχα σκεφθεί να γράψω αυτό το παράρτημα το οποίο προφανώς δεν συνδέεται ιδιαίτερα με το κυρίως άρθρο, αλλά ως Ελληνας ένοιωθα έντονη ανάγκη να κάνω μία αναφορά στην τωρινή τραγική πολιτική και εθνολογική κατάσταση της μεγαλονήσου μας.
Στα άρθρα μου προσπαθώ όσο μπορώ να τηρώ μία ψύχραιμη στάση, ωστόσο δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ πως είναι δυνατόν ένας «χθεσινός» στη Μεσόγειο λαός με καταγωγή από τα δάση της Σιβηριανής Μογγολίας γύρω από τη λίμνη Μπαϊκάλ και τους λειμώνες της στεππώδους Μογγολίας περί τον ποταμό Ορχόν, ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει ούτε καν 1.000 χρόνια παρουσίας στον Μεσογειακό χώρο, χωρίς καμία ουσιαστική σχέση με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό (παρά τις σύγχρονες αδέξιες προσπάθειες του να προβληθεί ως ένας από τους κληρονόμους του), με ένα καθαρά νομαδικό παρελθόν στις ευρασιατικές στέππες και νομαδικές καταβολές και μάλλον και νοοτροπία, χωρίς καμία ουσιαστική σχέση με τη θάλασσα και τον νησιωτικό κόσμο, να εγείρει εδαφικές αξιώσεις στην Κύπρο και να επιμένει ότι αποτελεί μία από τις δύο εθνικές Κοινότητες της νήσου (ενώ είναι απλή μειονότητα όπως τόσες άλλες στον πλανήτη).
Παρά την εικόνα που προβάλλεται επί πολλές δεκαετίες στο ελληνικό κοινό ότι οι Τούρκοι είναι γενικά ιστορικά ανάξιοι, ασήμαντοι, ανίκανοι κτλ, κτλ, αυτό δεν ισχύει: πρόκειται για έναν αρχαίο και δραστήριο λαό, κυρίως κατακτητικό ως νομαδικός που ήταν, ο οποίος είχε και κάποιες πολιτισμικές επιδόσεις στην κεντρική Ασία και το Ιράν, όμως υπό την καθοδήγηση των Σογδίων και Περσών (π.χ. στις Σαμαρκάνδη, Μπουχάρα, Μερβ κτλ.). Γενικά όμως δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση προς τον πολιτισμό. Η πρώτη βέβαιη παρουσία τους στην Ιστορία ανήκει στον 3ο αιώνα π.Χ. όταν αποτέλεσαν μεγάλο τμήμα, ενδεχομένως το μεγαλύτερο, της φυλετικής ένωσης Χσιούνγκ Νου οι οποίοι προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στους Κινέζους και μάλλον ήταν οι πρόγονοι των Ούννων. Ωστόσο υπάρχει η τεκμηριωμένη εκτίμηση (Ευρωπαίων ειδικών στην Απωανατολική Ιστορία όπως ο Νίκολας ντι Κοσμο ή ο Κρις Πηρς) ότι η δεύτερη δυναστεία της Κίνας, η δυναστεία Τσου (Zhou, Chou) η οποία τον 12ο αι. π.Χ. κατέλαβε την εξουσία ανατρέποντας τους Σανγκ, ήταν πρωτο-τουρκική (ή πρωτο-τουγγουσική σύμφωνα με άλλη λιγότερο πιθανή άποψη).
Εντούτοις δεν πρέπει να ξεφύγω από το τωρινό θέμα. Η πρώιμη τουρκική ιστορία είναι άλλο ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθώ μελλοντικά. Για την ώρα επισημαίνω ότι η προβολή των Τούρκων στο ελλαδικό και κυπριακό κοινό ως ‘ιστορικά ανάξιων’ είναι μεγάλο λάθος, επειδή ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις τον «φίλο σου» (χαρακτηρισμός politically correct τελευταία) είναι να γνωρίζεις όσα μπορείς περισσότερα για εκείνον και πάνω από όλα να μην τον υποτιμάς, ιδιαίτερα στον τομέα της διπλωματίας όπου δίνεται κυρίως ο αγώνας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Και αναφέρομαι ειδικά σε αυτόν τον τομέα, προκειμένου να επισημάνω την ικανότητα της τουρκικής διπλωματίας κατά τους πρόσφατους αιώνες (και παλαιότερα) ως ένα στοιχείο που πρέπει να αντιμετωπισθεί με προσοχή από την πλευρά μας. Το «φίλοι μας» που προανέφερα είναι η πιο πρόσφατη επιτυχία της.
Όμως στην περιοχή της Μεσογείου οι Τούρκοι είναι όντως χθεσινοί (στη Μικρά Ασία άρχισαν να εγκαθίστανται σταθερά μόλις τον 12ο αιώνα) χωρίς να έχουν να επιδείξουν τίποτα περισσότερο από ένα πολιτισμικό, κοινωνικό και γενικό πισωγύρισμα των χωρών στις οποίες εγκαταστάθηκαν ή διακυβέρνησαν, χωρίς σοβαρές ναυτιλιακές γνώσεις, και οι οποίοι δεν μπορούν να προβάλλονται σοβαρά ως «νησιώτες»(!) και ως ένας από τους δύο λαούς που κατοικούν την Κύπρο. Οσον αφορά τη Μεσόγειο και τον κόσμο της, οι Τούρκοι είναι τελείως ξένοι και «ασύμβατοι» όχι μόνο με την κυπριακή γη αλλά και με κάθε μεσογειακή ακτή.
Εξάλλου ακόμη και Τούρκοι ιστορικοί έχουν παραδεχθεί ότι οι σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι κατάγονται συντριπτικά από Ελληνες Κυπρίους οι οποίοι εξισλαμίσθηκαν εκούσια (και όχι ακούσια όπως υπονοείται συχνά) μετά την Οθωμανική κατάκτηση της νήσου. Ετσι, αν αφαιρεθούν οι εντελώς παράνομοι έποικοι από την Τουρκία οι οποίοι σήμερα αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία της «Τουρκοκυπριακής Κοινότητας» (60-65 % του συνόλου της) , οι λίγοι εναπομείναντες καθαυτό Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να ανα-αξιολογηθούν απλά ως μειονότητα και μάλιστα ως θρησκευτική μειονότητα (Κύπριοι μουσουλμάνοι) και όχι ως εθνική («Τουρκοκύπριοι»).
Κατανοώ βέβαια πως λειτουργεί η σύγχρονη πολιτική και η εξυπηρέτηση πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων, αλλά πρέπει να τονίσω ότι ένα από τα αίτια του σύγχρονου Κυπριακού προβλήματος είναι η επιτυχία μίας θρησκευτικής μειονότητας της Κύπρου (φυσικά κυρίως χάρη στις ενέργειες της Τουρκίας) να αναγνωρισθεί άμεσα ή έμμεσα ως κοινότητα χωρίς να θυμάμαι για την ώρα άλλη περίπτωση παγκοσμίως, στην οποία μία θρησκευτική μειονότητα του 18 % να αποκτά τα ίδια διαπραγματευτικά δικαιώματα με τη συντριπτική πλειοψηφία του 78 %.
Το στοιχείο στο οποίο εναποθέτω τις ελπίδες μου ως Ελληνας (και συνεπώς και ως Κύπριος) για την απελευθέρωση του βορείου τμήματος της Κύπρου, είναι το γεωπολιτικό πρόβλημα από το οποίο έχω παρατηρήσει ότι οι Τούρκοι υποφέρουν μόνιμα: ήτοι η αδυναμία τους να σταθεροποιηθούν γενικά στα νησιά, το οποίο κατά τη γνώμη μου οφείλεται στη μόνιμη δυσκολία τους να εξοικειωθούν με το περιβάλλον της θάλασσας από κάθε άποψη, μεταξύ άλλων και τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική. Ειναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή του απόγειου της οθωμανικής δύναμης δεν μπορούσαν να σταθεροποιηθούν ούτε καν στο Αιγαίο και τη βορειοανατολική Μεσόγειο οι οποίες θάλασσες ήταν ζωτικές για την αυτοκρατορία τους, με την Κρήτη, την Κύπρο, τη Ρόδο και τα περισσότερα άλλα νησιά να ανήκουν σε ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το 1522-1714 κατέκτησαν σταδιακά αυτά τα νησιά αλλά με τεράστιο κόστος σε ανθρώπους, πόρους, χρόνο κ.α., το οποίο κόστος ήταν ένας από τους λόγους για την αρχή της παρακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν πλήρωσαν τέτοιο τίμημα ούτε για την κατάκτηση ισχυρών βασιλείων όπως πχ η Ουγγαρία ή η Μαμελουκική Αίγυπτος. Τα δε νησιά του Ιονίου δεν τα κατέκτησαν ποτέ παρά την εγγύτητα τους στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Περίπου ενάμιση αιώνα μετά την κατάκτηση της Κρήτης, έχασαν πολλά νησιά του Αιγαίου (τα πρώτα το 1821 και έπειτα με την ανεξαρτησία της Ελλάδας το 1830), και έπειτα την Κύπρο υπέρ των Βρετανών. Σύντομα απελευθερώθηκε και η Κρήτη, έπειτα τα νησιά του βορείου και ΒΑ Αιγαίου ενώ ταυτόχρονα τα Δωδεκάνησα καταλήφθηκαν από την Ιταλία. Ετσι έως το 1912, δηλαδή μέσα σε 90 περίπου χρόνια, οι Τούρκοι απώλεσαν όλα τα νησιά που κατείχαν εκτός από την Ιμβρο και την Τένεδο (οι οποίες ωστόσο είχαν τότε ελληνικό πληθυσμό). Μάλιστα το πρόβλημα τους να κρατηθούν πέρα από τις ίδιες τις μικρασιατικές ακτές διεφάνη όταν κινδύνευσαν να απωλέσουν και την Ανατολική Θράκη, διατηρώντας τη μόνο επειδή αυτό προέβλεπε ο διεθνής σχεδιασμός (ήτοι τα επιμέρους συμφέροντα) για τα σύνορα στη Βαλκανική. Υπάρχουν βέβαια και τα γραφικά επεισόδια όταν π.χ. κατά την Αναγέννηση ο τουρκικός στόλος δεν μπορούσε να εντοπίσει τη θέση της Μάλτας («Μάλτα γιοκ»).
Η νομαδική φυλετική μνήμη των Τούρκων ως λαός που η μόνη «θάλασσα» που γνωρίζει είναι η στέππα, ευτυχώς παραμένει ισχυρή.
Σχετικά με το αν θα δοθεί η ευκαιρία για να εκδηλωθεί πάλι αυτή η γεωπολιτική αδυναμία της Τουρκίας, η οποία ίσως σημάνει την απελευθέρωση της βόρειας Κύπρου, έχω επισημάνει σε παλαιότερα άρθρα μου κάποια «αφανή» προβλήματα της γειτονικής χώρας τα οποία σχετίζονται με μία κρίση εθνολογικής και πολιτισμικής ταυτότητας η οποία έχει αναζωπυρωθεί εδώ και δεκαετίες, έναν ουσιαστικό «τριχασμό» της. Παρά τις εναγώνιες προσπάθειες της, η Τουρκία ακόμη δεν έχει επιτύχει τη μετάβαση από την πολυεθνική αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος και με τους Κούρδους να αυξάνονται ραγδαία πληθυσμιακά (με την προοπτική να γίνουν ισάριθμοι με τους Τούρκους) και με την εθνική αφύπνιση και άλλων μικρότερων εθνοτήτων στο εσωτερικό της, νομίζω ότι είναι πολύ αργά για αυτή τη μετάβαση.
ΠΗΓΗ: Περικλής Δεληγιάννης
Μετά την επινόηση του στη νότια Ελλάδα περί το 700 π.Χ. ή λίγο αργότερα, ο σχηματισμός της φάλαγγας διαδόθηκε ταχέως στις περιοχές του Ελληνικού Κόσμου που ήταν οργανωμένες σε πόλεις-κράτη. Ωστόσο οι περικεφαλαίες των παρουσών φιγούρων παραμένουν Μεσανατολικού ή Γεωμετρικού Ελλαδικού τύπου, αρκετά διαφορετικές από τις ελλαδικές του 580 πΧ.
Η Συνεχεία από το Α΄ ΜΕΡΟΣ 3.12.2015
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (Μέρος Β΄) και ένα Παράρτημα για τη σύγχρονη κατάσταση
Αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι πρώτες ελληνικές εγκαταστάσεις γίνονται κοντά σε παλαιότερες ετεοκυπριακές πόλεις ή γενικά μεγάλους οικισμούς, οι οποίες ήταν προφανώς έδρες βασιλέων ή άλλων αρχόντων. Αυτό υποδεικνύει τον ειρηνικό χαρακτήρα της εγκατάστασης. Ωστόσο ήταν ένας αρνητικός παράγων τον οποίο οι συγκεκριμένοι άρχοντες δεν είχαν υπολογίσει: η αρχαιολογία έδειξε ότι τα ετεοκυπριακά κέντρα σταδιακά χάνουν τον πληθυσμό τους ενώ ταυτόχρονα οι γειτονικοί μυκηναϊκοί σταθμοί ή αποικίες αυξάνουν τον δικό τους εξελισσόμενα σε πόλεις. Οι ανασκαφές επίσης υπέδειξαν όσον αφορά την καθημερινή ζωή και την τεχνοτροπία, ότι πολλοί από τους νέους κατοίκους των μυκηναϊκών κέντρων, ενδεχομένως οι περισσότεροι, ήταν οι Ετεοκύπριοι των δικών τους συρρικνούμενων κέντρων. Συμπερασματικά, οι τελευταίοι απλά αποφάσιζαν να μετακινηθούν στους γειτονικούς μυκηναϊκούς οικισμούς επειδή αυτοί προσέφεραν μεγαλύτερες δυνατότητες απασχόλησης και γενικά επιβίωσης λόγω της έντονης εμποροναυτικής δραστηριότητας τους, ή ως πρόσφυγες μετά τις καταστροφές των Λαών της Θάλασσας, ή για άλλους λόγους (π.χ. μεγαλύτερη ασφάλεια την οποία οι Ετεοκύπριοι βασιλείς δεν μπορούσαν πια να παρέχουν). Οι ταραγμένοι καιροί των 13ου-12ου αιώνων πΧ επέβαλαν αυτή τη μετακίνηση. Η εγκατάσταση των εντόπιων στα μυκηναϊκά κέντρα σήμαινε τον ταχύ εξελληνισμό τους, με την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας, ηθών και εθίμων. Ετσι ο ελληνικός πληθυσμός αυξανόταν ραγδαία.
Γενικά, επειδή δεν υπάρχει καμμία ένδειξη για συγκρούσεις ανάμεσα σε Κυπρο-Μυκηναίους και Ετεοκυπρίους, φαίνεται ότι οι εντόπιοι άρχοντες και βασιλείς απλά έχασαν τους υπηκόους τους υπέρ των γειτονικών τους Μυκηναίων αποικιστών ηγεμόνων και τυπικά υποτελών τους. Σταδιακά οι πόλεις τους ερημώθηκαν ή κατέστησαν απλές κώμες και μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι όσοι Ετεοκύπριοι άρχοντες και βασιλείς επιβίωσαν, κατέστησαν τελικά τοπάρχες των Μυκηναίων ηγεμόνων και εξελληνίσθηκαν. Ταυτόχρονα αφομοιώθηκε στο ελληνικό περιβάλλον και η πλειοψηφία του ετεοκυπριακού πληθυσμού: εξαιρώντας τη νοτιοανατολική ακτή (βλ. στη συνέχεια) τα τελευταία ιθαγενή στοιχεία περιορίζονται στα ορεινά του εσωτερικού και τελικά εξαφανίζονται έως την Αρχαϊκή περίοδο.
Επίσης δεν πρέπει να παραβλεφθεί η μεγάλη φυσική ελάττωση του ετεοκυπριακού πληθυσμού κατά τους 13ο-12ο αιώνες πΧ. Ο εντόπιος πληθυσμός αντιμετώπιζε τα ίδια κοινωνικοοικονομικά προβλήματα με εκείνα των κατοίκων της Μικράς Ασίας και του Μυκηναϊκού Αιγαίου και είναι πολύ πιθανό ότι πέρα από τους αυξημένους θανάτους και την ελάττωση των γεννήσεων, μεγάλο μέρος του πληθυσμού να είχε καταφύγει στις γειτονικές Χαναανικές ακτές οι οποίες παλαιότερα είχαν δεχθεί και Μινωίτες αποίκους-πρόσφυγες μετά την πτώση του Μινωικού πολιτισμού (μέσα 15ου αι. πΧ), και την εποχή υπό εξέταση και αργότερα, δέχθηκε ακόμη περισσότερους Μυκηναίους. Ωστόσο οι Μινωίτες, Μυκηναίοι και Ετεοκύπριοι έποικοι στην Χαναάν αφομοιώθηκαν από τον πυκνό και πολιτισμένο σημιτικό πληθυσμό της, προγονικό των Φοινίκων. Οι μεγάλοι αριθμοί των Μυκηναίων αποίκων στην Κύπρο από τον ύστερο 13ο αιώνα έως και τον 11ο αιώνα περίπου, όπου έφθαναν κατά αποικιστικά κύματα, και η προηγούμενη ελάττωση του εντόπιου πληθυσμού ο οποίος μάλλον είχε αφήσει κενές αρκετές περιοχές, εξηγεί περαιτέρω τη ραγδαία επικράτηση του ελληνικού χαρακτήρα.
Οι Χανααναίοι και οι Φοίνικες απόγονοι τους προϋπήρχαν στο νησί πριν τον 9ο αιώνα π.Χ. αλλά σε μικρούς αριθμούς, ως παροικίες στις ετεοκυπριακές και έπειτα ελληνικές πόλεις. Η ασταθής εγκατάσταση των Ελλήνων στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού ανάμεσα στους κόλπους της Λάρνακας και της Λεμεσού (εκτός μάλλον από μία εγκατάσταση Αρκάδων στο Μαρώνι) ίσως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν χώρος επιρροής των Φοινίκων οι οποίοι τελικά τον 9ο αιώνα σταθεροποίησαν τη θέση τους εκεί ιδρύοντας την πόλη Qart Hadasht (Νεάπολη, στη χαναανική γλώσσα τους) το οποίο όνομα αποδόθηκε αργότερα στα ελληνικά ως ‘Κίτιο’. Ουσιαστικά το Κίτιο είχε το ίδιο όνομα με την Καρχηδόνα της Λιβύης και την Καρθαγένη της Ισπανίας (Qart Hadasht).
To όνομα του προέρχεται από ελληνική παραφθορά του Qartι>Κάρτιον>Κίτιον. Στο Κίτιο το οποίο ιδρύθηκε πολύ κοντά στην παλαιά ετεοκυπριακή πόλη την οποία είχαν καταστρέψει οι Λαοί της Θάλασσας περί το 1200 π.Χ., οι Φοίνικες ίδρυσαν ναό προς τιμήν της θεάς Αστάρτης ο οποίος θεωρείται ο επιβλητικότερος του φοινικικού κόσμου: δείγμα μάλλον των αποφασιστικών διεκδικήσεων τους στα εδάφη του νησιού.
Η Αμαθούς (ή «ο Αμαθούς» σύμφωνα με άλλη εκδοχή), η τελευταία πόλη Ετεοκυπρίων στο νησί αναπτύχθηκε στην ίδια ακτή κοντά στη σύγχρονη Λεμεσό, υπό την προστασία των Φοινίκων. Επειδή οι Μυκηναίοι δεν επέβαλαν τη γλώσσα ή τον πολιτισμό τους στους εντόπιους (ο εξελληνισμός ήταν ηθελημένος), μάλλον η Αμαθούς συγκέντρωσε όσους Ετεοκύπριους απέρριψαν συνειδητά τη μαζική στροφή των ομόγλωσσων τους προς τον εξελληνισμό, δηλαδή πιθανώς πολλούς από τους παλαιούς εντόπιους άρχοντες και βασιλείς που έχασαν τους υπηκόους τους. Ωστόσο παρά τον ανταγωνισμό Ελλήνων και Φοινίκων, και οι δύο αναφερόμενες πόλεις είχαν μάλλον εξαρχής μία ελληνική παροικία, προφανώς εμπορική, και δεν απέφυγαν τον σταδιακό εξελληνισμό τους. Με το πέρασμα των αιώνων, ο ελληνικός χαρακτήρας επικρατούσε όλο και περισσότερο στο Κίτιο και την Αμαθούντα, έγινε ο κυρίαρχος κατά την πρώιμη Ελληνιστική περίοδο ενώ λίγο αργότερα τα φοινικικά και ετεοκυπριακά στοιχεία εξαφανίσθηκαν τελείως. Η καταστροφή της ισχυρότερης φοινικικής πόλης Τύρου από τον Μέγα Αλέξανδρο μάλλον έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στην εξασθένιση της φοινικικής επιρροής στην Κύπρο και του επακόλουθου πλήρους εξελληνισμού των δύο πόλεων. Κατά τη Ρωμαιοκρατία, η εγκατάσταση λατινόφωνων στο νησί ήταν περιορισμένη και αυτοί αφομοιώθηκαν γρήγορα από τον ελληνικό πληθυσμό.
Κυπριακή μορφή από ασβεστόλιθο με κορινθιακό κράνος, αρχές 5ου αιώνα π.Χ. Η μορφή δεν απεικονίζει κάποιον Ελλαδίτη μισθοφόρο όπως υποστηρίζει μια άποψη, επειδή φέρει επιμήκη γενειάδα ασσυριακού τύπου την οποία συνήθιζαν να φέρουν οι Κύπριοι αλλά όχι οι Ελλαδικοί. Η μορφή όπως και αρκετές ακόμη παρόμοιες των 6ου-5ου αιώνων, αποτελεί ένδειξη της υιοθέτησης του δημοφιλούς κορινθιακού κράνους από τους Κυπρίους μαχίμους κατά τα μητροπολιτικά πρότυπα.
Σταδιακά σχηματίσθηκαν και οι πόλεις-κράτη του νησιού με κέντρα κυρίως τις παλαιές πλέον μυκηναϊκές αποικίες. Το πιθανότερο είναι ότι οι μεταγενέστεροι Κύπριοι βασιλείς ήταν απόγονοι των παλαιών αρχηγών (οικιστών) των Ελλήνων αποίκων. Αυτό διαφαίνεται τουλάχιστον στους μύθους και τις παραδόσεις και είναι γενικά μία λογική υπόθεση. Μία στήλη του Ασσυρίου βασιλιά Εσαρχαδών του 673/672 π.Χ. (οι Ασσύριοι κατέστησαν το νησί φόρου υποτελές τους περί το 709 πΧ) αναφέρει τα βασίλεια Edi’il (Ιδάλιον), Kitrsi (Xύτροι), Pappa (Πάφος), Silli (Σόλοι), Kuri (Κούριον), Tamesi (Ταμασσός), Nuria (Αμαθούς), Sillu’ua (Σαλαμίς), Qarti hadasti (Κίτιον) και Lidir (Λήδρα). Μεταγενέστερες ασσυριακές πηγές αναφέρουν και τις πόλεις-βασίλεια Λάπηθος, Κυρήνεια και Μάριον. Αυτές οι δεκατρείς ήταν περίπου οι «σταθερές» πόλεις-κράτη της νήσου. Από αυτές, το Ιδάλιον, οι Χυτροι, η Λήδα και η Ταμασσός δεν διέθεταν ακτογραμμή έχοντας αποκλειστικά εδάφη στην ενδοχώρα, ενώ όλες οι άλλες ήταν παράκτιες. Επίσης κάποιες από τις προαναφερόμενες πόλεις-κράτη, φαίνεται πως καθίσταντο κατά διαστήματα τμήματα άλλων πόλεων-κρατών. Για παράδειγμα, το 323 πΧ η Κυρήνεια υποτάχθηκε στον βασιλιά της γειτονικής Λαπήθου έως το 312 ή λίγο αργότερα.
Η Αντιγονιδική δυναστεία προσέφερε την πρώτη στον δεύτερο για την υποστήριξη που της παρείχε στο νησί, αλλά όταν ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου κατέλαβε την Κύπρο, συνέλαβε τον βασιλιά της Λαπήθου και η Κυρήνεια ανέκτησε την ανεξαρτησία της. Από την άλλη πλευρά είναι πιθανό ότι κάποιες μικρότερες πόλεις όπως οι Γόλγοι, καθίσταντο κατά καιρούς ανεξάρτητες από τις μεγαλύτερες στις οποίες ανήκαν, όπως συνέβαινε και με τις πόλεις της Κρήτης.
Σε επόμενα άρθρα θα ασχοληθώ με την πολεμική τέχνη της αρχαίας Κύπρου, από τη Χαλκοκρατία έως τη Ρωμαϊκή περίοδο.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Αρχικά δεν είχα σκεφθεί να γράψω αυτό το παράρτημα το οποίο προφανώς δεν συνδέεται ιδιαίτερα με το κυρίως άρθρο, αλλά ως Ελληνας ένοιωθα έντονη ανάγκη να κάνω μία αναφορά στην τωρινή τραγική πολιτική και εθνολογική κατάσταση της μεγαλονήσου μας.
Στα άρθρα μου προσπαθώ όσο μπορώ να τηρώ μία ψύχραιμη στάση, ωστόσο δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ πως είναι δυνατόν ένας «χθεσινός» στη Μεσόγειο λαός με καταγωγή από τα δάση της Σιβηριανής Μογγολίας γύρω από τη λίμνη Μπαϊκάλ και τους λειμώνες της στεππώδους Μογγολίας περί τον ποταμό Ορχόν, ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει ούτε καν 1.000 χρόνια παρουσίας στον Μεσογειακό χώρο, χωρίς καμία ουσιαστική σχέση με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό (παρά τις σύγχρονες αδέξιες προσπάθειες του να προβληθεί ως ένας από τους κληρονόμους του), με ένα καθαρά νομαδικό παρελθόν στις ευρασιατικές στέππες και νομαδικές καταβολές και μάλλον και νοοτροπία, χωρίς καμία ουσιαστική σχέση με τη θάλασσα και τον νησιωτικό κόσμο, να εγείρει εδαφικές αξιώσεις στην Κύπρο και να επιμένει ότι αποτελεί μία από τις δύο εθνικές Κοινότητες της νήσου (ενώ είναι απλή μειονότητα όπως τόσες άλλες στον πλανήτη).
Παρά την εικόνα που προβάλλεται επί πολλές δεκαετίες στο ελληνικό κοινό ότι οι Τούρκοι είναι γενικά ιστορικά ανάξιοι, ασήμαντοι, ανίκανοι κτλ, κτλ, αυτό δεν ισχύει: πρόκειται για έναν αρχαίο και δραστήριο λαό, κυρίως κατακτητικό ως νομαδικός που ήταν, ο οποίος είχε και κάποιες πολιτισμικές επιδόσεις στην κεντρική Ασία και το Ιράν, όμως υπό την καθοδήγηση των Σογδίων και Περσών (π.χ. στις Σαμαρκάνδη, Μπουχάρα, Μερβ κτλ.). Γενικά όμως δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση προς τον πολιτισμό. Η πρώτη βέβαιη παρουσία τους στην Ιστορία ανήκει στον 3ο αιώνα π.Χ. όταν αποτέλεσαν μεγάλο τμήμα, ενδεχομένως το μεγαλύτερο, της φυλετικής ένωσης Χσιούνγκ Νου οι οποίοι προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στους Κινέζους και μάλλον ήταν οι πρόγονοι των Ούννων. Ωστόσο υπάρχει η τεκμηριωμένη εκτίμηση (Ευρωπαίων ειδικών στην Απωανατολική Ιστορία όπως ο Νίκολας ντι Κοσμο ή ο Κρις Πηρς) ότι η δεύτερη δυναστεία της Κίνας, η δυναστεία Τσου (Zhou, Chou) η οποία τον 12ο αι. π.Χ. κατέλαβε την εξουσία ανατρέποντας τους Σανγκ, ήταν πρωτο-τουρκική (ή πρωτο-τουγγουσική σύμφωνα με άλλη λιγότερο πιθανή άποψη).
Εντούτοις δεν πρέπει να ξεφύγω από το τωρινό θέμα. Η πρώιμη τουρκική ιστορία είναι άλλο ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθώ μελλοντικά. Για την ώρα επισημαίνω ότι η προβολή των Τούρκων στο ελλαδικό και κυπριακό κοινό ως ‘ιστορικά ανάξιων’ είναι μεγάλο λάθος, επειδή ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις τον «φίλο σου» (χαρακτηρισμός politically correct τελευταία) είναι να γνωρίζεις όσα μπορείς περισσότερα για εκείνον και πάνω από όλα να μην τον υποτιμάς, ιδιαίτερα στον τομέα της διπλωματίας όπου δίνεται κυρίως ο αγώνας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Και αναφέρομαι ειδικά σε αυτόν τον τομέα, προκειμένου να επισημάνω την ικανότητα της τουρκικής διπλωματίας κατά τους πρόσφατους αιώνες (και παλαιότερα) ως ένα στοιχείο που πρέπει να αντιμετωπισθεί με προσοχή από την πλευρά μας. Το «φίλοι μας» που προανέφερα είναι η πιο πρόσφατη επιτυχία της.
Όμως στην περιοχή της Μεσογείου οι Τούρκοι είναι όντως χθεσινοί (στη Μικρά Ασία άρχισαν να εγκαθίστανται σταθερά μόλις τον 12ο αιώνα) χωρίς να έχουν να επιδείξουν τίποτα περισσότερο από ένα πολιτισμικό, κοινωνικό και γενικό πισωγύρισμα των χωρών στις οποίες εγκαταστάθηκαν ή διακυβέρνησαν, χωρίς σοβαρές ναυτιλιακές γνώσεις, και οι οποίοι δεν μπορούν να προβάλλονται σοβαρά ως «νησιώτες»(!) και ως ένας από τους δύο λαούς που κατοικούν την Κύπρο. Οσον αφορά τη Μεσόγειο και τον κόσμο της, οι Τούρκοι είναι τελείως ξένοι και «ασύμβατοι» όχι μόνο με την κυπριακή γη αλλά και με κάθε μεσογειακή ακτή.
Εξάλλου ακόμη και Τούρκοι ιστορικοί έχουν παραδεχθεί ότι οι σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι κατάγονται συντριπτικά από Ελληνες Κυπρίους οι οποίοι εξισλαμίσθηκαν εκούσια (και όχι ακούσια όπως υπονοείται συχνά) μετά την Οθωμανική κατάκτηση της νήσου. Ετσι, αν αφαιρεθούν οι εντελώς παράνομοι έποικοι από την Τουρκία οι οποίοι σήμερα αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία της «Τουρκοκυπριακής Κοινότητας» (60-65 % του συνόλου της) , οι λίγοι εναπομείναντες καθαυτό Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να ανα-αξιολογηθούν απλά ως μειονότητα και μάλιστα ως θρησκευτική μειονότητα (Κύπριοι μουσουλμάνοι) και όχι ως εθνική («Τουρκοκύπριοι»).
Κατανοώ βέβαια πως λειτουργεί η σύγχρονη πολιτική και η εξυπηρέτηση πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων, αλλά πρέπει να τονίσω ότι ένα από τα αίτια του σύγχρονου Κυπριακού προβλήματος είναι η επιτυχία μίας θρησκευτικής μειονότητας της Κύπρου (φυσικά κυρίως χάρη στις ενέργειες της Τουρκίας) να αναγνωρισθεί άμεσα ή έμμεσα ως κοινότητα χωρίς να θυμάμαι για την ώρα άλλη περίπτωση παγκοσμίως, στην οποία μία θρησκευτική μειονότητα του 18 % να αποκτά τα ίδια διαπραγματευτικά δικαιώματα με τη συντριπτική πλειοψηφία του 78 %.
Το στοιχείο στο οποίο εναποθέτω τις ελπίδες μου ως Ελληνας (και συνεπώς και ως Κύπριος) για την απελευθέρωση του βορείου τμήματος της Κύπρου, είναι το γεωπολιτικό πρόβλημα από το οποίο έχω παρατηρήσει ότι οι Τούρκοι υποφέρουν μόνιμα: ήτοι η αδυναμία τους να σταθεροποιηθούν γενικά στα νησιά, το οποίο κατά τη γνώμη μου οφείλεται στη μόνιμη δυσκολία τους να εξοικειωθούν με το περιβάλλον της θάλασσας από κάθε άποψη, μεταξύ άλλων και τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική. Ειναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή του απόγειου της οθωμανικής δύναμης δεν μπορούσαν να σταθεροποιηθούν ούτε καν στο Αιγαίο και τη βορειοανατολική Μεσόγειο οι οποίες θάλασσες ήταν ζωτικές για την αυτοκρατορία τους, με την Κρήτη, την Κύπρο, τη Ρόδο και τα περισσότερα άλλα νησιά να ανήκουν σε ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το 1522-1714 κατέκτησαν σταδιακά αυτά τα νησιά αλλά με τεράστιο κόστος σε ανθρώπους, πόρους, χρόνο κ.α., το οποίο κόστος ήταν ένας από τους λόγους για την αρχή της παρακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν πλήρωσαν τέτοιο τίμημα ούτε για την κατάκτηση ισχυρών βασιλείων όπως πχ η Ουγγαρία ή η Μαμελουκική Αίγυπτος. Τα δε νησιά του Ιονίου δεν τα κατέκτησαν ποτέ παρά την εγγύτητα τους στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Περίπου ενάμιση αιώνα μετά την κατάκτηση της Κρήτης, έχασαν πολλά νησιά του Αιγαίου (τα πρώτα το 1821 και έπειτα με την ανεξαρτησία της Ελλάδας το 1830), και έπειτα την Κύπρο υπέρ των Βρετανών. Σύντομα απελευθερώθηκε και η Κρήτη, έπειτα τα νησιά του βορείου και ΒΑ Αιγαίου ενώ ταυτόχρονα τα Δωδεκάνησα καταλήφθηκαν από την Ιταλία. Ετσι έως το 1912, δηλαδή μέσα σε 90 περίπου χρόνια, οι Τούρκοι απώλεσαν όλα τα νησιά που κατείχαν εκτός από την Ιμβρο και την Τένεδο (οι οποίες ωστόσο είχαν τότε ελληνικό πληθυσμό). Μάλιστα το πρόβλημα τους να κρατηθούν πέρα από τις ίδιες τις μικρασιατικές ακτές διεφάνη όταν κινδύνευσαν να απωλέσουν και την Ανατολική Θράκη, διατηρώντας τη μόνο επειδή αυτό προέβλεπε ο διεθνής σχεδιασμός (ήτοι τα επιμέρους συμφέροντα) για τα σύνορα στη Βαλκανική. Υπάρχουν βέβαια και τα γραφικά επεισόδια όταν π.χ. κατά την Αναγέννηση ο τουρκικός στόλος δεν μπορούσε να εντοπίσει τη θέση της Μάλτας («Μάλτα γιοκ»).
Η νομαδική φυλετική μνήμη των Τούρκων ως λαός που η μόνη «θάλασσα» που γνωρίζει είναι η στέππα, ευτυχώς παραμένει ισχυρή.
Σχετικά με το αν θα δοθεί η ευκαιρία για να εκδηλωθεί πάλι αυτή η γεωπολιτική αδυναμία της Τουρκίας, η οποία ίσως σημάνει την απελευθέρωση της βόρειας Κύπρου, έχω επισημάνει σε παλαιότερα άρθρα μου κάποια «αφανή» προβλήματα της γειτονικής χώρας τα οποία σχετίζονται με μία κρίση εθνολογικής και πολιτισμικής ταυτότητας η οποία έχει αναζωπυρωθεί εδώ και δεκαετίες, έναν ουσιαστικό «τριχασμό» της. Παρά τις εναγώνιες προσπάθειες της, η Τουρκία ακόμη δεν έχει επιτύχει τη μετάβαση από την πολυεθνική αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος και με τους Κούρδους να αυξάνονται ραγδαία πληθυσμιακά (με την προοπτική να γίνουν ισάριθμοι με τους Τούρκους) και με την εθνική αφύπνιση και άλλων μικρότερων εθνοτήτων στο εσωτερικό της, νομίζω ότι είναι πολύ αργά για αυτή τη μετάβαση.
ΠΗΓΗ: Περικλής Δεληγιάννης
Comments
Post a Comment