Παρουσίαση του βιβλίου του Άγγελου Συρίγου "Ελληνοτουρκικές Σχέσεις"
Διοργανώθηκε την περασμένη Δευτέρα 20 Ιουλίου, με μαζική συμμετοχή κοινού, η παρουσίαση του βιβλίου του πανεπιστημιακού Άγγελου Συρίγου με θέμα και τίτλο "Ελληνοτουρκικές Σχέσεις".
Στην παρουσίαση μίλησαν οι κύριοι Κώστας Βενιζέλος, δημοσιογράφος, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Βαγγέλης Κουφουδάκης, Ομότιμος Πρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Indiana University – Purdue University. Η εκδήλωση έκλεισε με αποφώνηση του συγγραφέα, Άγγελου Συρίγου, Επίκουρου Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Παρατίθενται τα κείμενα των ομιλιών του Κώστα Βενιζέλου και του Βαγγέλη Κουφουδάκη καθώς και το κείμενο της αποφώνησης του Άγγελου Συρίγου:
ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω το Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος για την επιλογή του να με συμπεριλάβει στους ομιλητές στην παρουσίαση μιας σημαντικής έκδοσης ενός επιστήμονα που συστηματικά ερευνά, αναλύει και προσφέρει υλικό και γνώση, όπως είναι ο Άγγελος Συρίγος. Είναι αυτή άλλωστε η απoστολή των ακαδημαϊκών και ο Α.Σ. την εκπληρώνει στο έπακρο. Η παρουσίαση γίνεται σε μια σημαδιακή ημέρα, την 41η επέτειο από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Οι επέτειοι, κυρίως για τους ηττημένους, αποτελούν μνημόσυνο αλλά και ευκαιρία για αποτίμηση και περισυλλογή και αυτό προσφέρεται και με την ενδελεχή μελέτη της τουρκικής πολιτικής και των αντιλήψεων/προσεγγίσεων της Τουρκίας για τις σχέσεις της έναντι των γειτόνων της.
Ο ακαδημαϊκός Άγγελος Μ. Συρίγος εξέδωσε ένα εξαιρετικό βιβλίο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ( εκδόσεις Πατάκη). Πρόκειται για ένα ογκώδη τόμο 895 σελίδων, που καταγράφει την ιστορία, την πορεία ενώ αναδεικνύει σημαντικές πτυχές. Να μην τρομάζει ο όγκος καθώς διαβάζεται εύκολα και μαγνητίζει τον αναγνώστη, τον αιχμαλωτίζει στη μελέτη του. Γνώστης του αντικειμένου, ο Άγγελος Συρίγος εμβαθύνει και αναλύει τα ιστορικά γεγονότα. Δεν κάνει απλά μια καταγραφή. Το βιβλίο του είναι ταυτόχρονα και εργασία, μελέτη αναφοράς.
Είναι προφανές πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει μέσα από διάφορες διακυμάνσεις, ουδέποτε όμως έχουν ομαλοποιηθεί. Η πορεία των σχέσεων αυτών αναδεικνύει μια μόνιμη σχεδόν αντιπαράθεση, καχυποψία και εχθρότητα. Από τη Συνθήκη της Λοζάνης ( Ιούλιος 1923) και εντεύθεν πολλές είναι οι εξελίξεις και οι φάσεις που πέρασαν οι σχέσεις των δυο γειτονικών χωρών.
Στο επίκεντρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν και παραμένει το Κυπριακό και από το 1974 και εντεύθεν η ομαλοποίηση τους περνά απαραίτητα μέσα από τη λύση του εθνικού μας προβλήματος.
Είναι αρκούντως σημαντικό να αναφερθεί κανείς σε μια σειρά από γεγονότα, που αναδεικνύουν το χαρακτήρα αυτών των σχέσεων. Γεγονότα κομβικής σημασίας, που καταγράφονται στο βιβλίο του Άγγελου Συρίγου.
Θα επιχειρήσω να κωδικοποιήσω κάποια σημεία, χωρίς ομολογώ να καταφέρω να παρουσιάσω όλα τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το σημαντικό έργο.
Πρώτο, σύμφωνα με τον Άγγελο Συρίγο, ακόμη και στη θεωρητική της μορφή, η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες εξαιρούσε την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό φάνηκε στην πράξη κατά τη δωδεκαετή πρωθυπουργία Ερντογάν. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δίπλα στα τόσα προβλήματα, ο Νταβούτογλου καθιέρωσε και την επίδειξη σημαίας από τουρκικά πολεμικά που πραγματοποιούν «αβλαβείς» διελεύσεις ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου. Κατά τον Νταβούτογλου, οι κινήσεις αυτές θα βοηθήσουν τους Έλληνες να πάψουν να αντιμετωπίζουν το Αιγαίο ως ελληνική λίμνη. Ίσως οι «αβλαβείς» διελεύσεις αποτελούσαν αντίβαρο για τη μείωση των πτήσεων πάνω από ελληνικά νησιά την περίοδο 2010-2014 και τον περιορισμό των εικονικών αερομαχιών στο Αιγαίο. Στην περίπτωση της Κύπρου, πλην της «ευελιξίας» που έδειξε ο Ερντογάν κατά την τελική φάση του σχεδίου Ανάν το 2004, στα χρόνια που ακολούθησαν δεν φάνηκε κάποιο σημάδι αλλαγής της τουρκικής αντιλήψεως, που θεωρεί ότι τα πάντα λύθηκαν με την τουρκική εισβολή του 1974. Ο βασικός λόγος για αυτή τη στάση έναντι Ελλάδος- Κύπρου είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ότι οι ισλαμιστές και οι κεμαλικοί μοιράζονται την ίδια εθνικιστική προσέγγιση και αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής έναντι των μη μουσουλμάνων. Ελλάδα και Κύπρος θεωρείται ότι παρεμβαίνουν στον «ζωτικό χώρο» της Τουρκίας. Κατ΄ακολουθίαν, η Τουρκία καλείται να ελέγξει αυτό το χώρο περιορίζοντας τις δυο χώρες από την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Η επιλογή των κεμαλικών κυβερνήσεων μετά το 1974 να εγείρουν διάφορα θέματα ( π.χ. αύξηση χωρικών υδάτων, όρια FIR Αθηνών, όρια εναέριου χώρου, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, «γκρίζες ζώνες» ( Πρακτικό της Βέρνης) αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η Ελλάδα απετράπη από την εφαρμογή των ευνοϊκών για αυτή διατάξεων του διεθνούς δικαίου. Ο χρόνος στις ελληνικές θάλασσες «πάγωσε» το 1974. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική των προκατόχων του Ερντογάν αποδείχθηκε επιτυχημένη και απλώς έπρεπε να συνεχισθεί.
… Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια ποιοτική διαφορά στις σχέσεις Τουρκίας- Ελλάδος κατά την περίοδο Ερντογάν, αναφέρει ο συγγραφέας. Πιο συγκεκριμένα, μετά το 1923, η Ελλάδα και η Τουρκία προσδιόριζαν τη θέση τους στο διεθνές σύστημα κυρίως μέσα από τις διμερείς τους σχέσεις. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις όπου οι δυο χώρες υιοθέτησαν στρατηγικές που ξέφυγαν από αυτό το πλαίσιο.
Δεύτερο, για το σχέδιο Ανάν αναφέρεται καταρχήν στη στάση της Ελλάδος: Σύμφωνα με τον Άγγελο Συρίγο, από το 1999 η κυβέρνηση Σημίτη είχε υιοθετήσει μία νέα στρατηγική επιλύσεως/διευθετήσεως του συνόλου των ελληνοτουρκικών διαφορών, που περιελάμβανε και την Κύπρο. Το Κυπριακό αντιμετωπιζόταν ως μια από αυτές τις «παλιάς κοπής» διαφορές που συνδέονταν με εθνικιστικές διαμάχες, εθνικές κυριαρχικές και κρατικά σύνορα.
…Πρωταρχικός στόχος παρέμενε η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Ήταν, όμως, πλέον αποδεκτή και η παράλληλη επίλυση του Κυπριακού, έστω και με σοβαρές υποχωρήσεις. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, λειτουργώντας σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση ενεθάρρυνε τις διεθνείς προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού και συμμετείχε στις σχετικές διαπραγματεύσεις. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε διάστημα 3-4 ωρών αφότου παρουσιάσθηκε το σχέδιο Ανάν, τον Νοέμβριο του 2002, η ελληνική κυβέρνηση, διά στόματος του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, έσπευσε να το χαρακτηρίσει ως «ιστορική ευκαιρία».
Τρίτο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξακολουθούν να ενδιαφέρουν σοβαρά την Άγκυρα διότι, αναφέρει ο συγγραφέας, παρενοχλούν δυνητικά τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, όπως προαναφέρθηκε. Συνδέονται άμεσα με την πορεία της Τουρκίας με την Ευρώπη. Συνδέονται με την πιθανή ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ανατολική Μεσόγειο, που ως προοπτική ενδιαφέρει άμεσα την Τουρκία.
Η σημασία των ελληνοτουρκικών σχέσεων φαίνεται και από τη συστηματική καλλιέργεια συμμαχιών της Άγκυρας με την Πγδμ και την Αλβανία. Στόχος η μείωση της ελληνικής επιρροής στα Βαλκάνια.
Τέταρτο, κυρίαρχο ερώτημα είναι εάν συμφέρει την Ελλάδα στρατηγικά της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η απάντηση είναι αρνητική. Όπως αναφέρει ο Άγγελος Συρίγος, η Τουρκία θα είναι από πλευράς πληθυσμού το μεγαλύτερο κράτος μέσα στην Ένωση. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα έχει τουλάχιστον ίσο μερίδιο εξουσίας και ισχύος με τα άλλα τέσσερα μεγάλα κράτη ( Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία). Η σύμπραξη και συμφωνία μαζί της θα είναι περίπου απαραίτητη για τη λήψη αποφάσεων. Η συμμετοχή Τούρκων εκπροσώπων σε όλα τα όργανα της Ε.Ε. καθώς και σε καίριες θέσεις, θα είναι δεδομένη ( επίτροπος, ανώτατα στελέχη στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, τα δυο κόμματα στην Τουρκία θα έχουν τις μεγαλύτερες κοινοβουλευτικές ομάδες στο Λαϊκό και στο Σοσιαλιστικό κόμμα κλπ). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η αναβάθμιση αυτή, σε συνδυασμό με την ηγεμονική συμπεριφορά της Τουρκίας, θα έσβηνε την ήδη μικρή δυνατότητα παρεμβάσεως της Ε.Ε. στις ελλαδοτουρκικές διαφορές και θα έθετε τις διαφορές αυτές εκτός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Κυρίως, θα εκμηδένιζε τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής της Ελλάδος στην Ε.Ε. σε πολιτικό επίπεδο. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να αναφερθούμε και στα θέματα της ΑΟΖ, της Θράκης όπως και σε πολλά άλλα, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο και συνθέτουν το ολοκληρωμένο παζλ των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το βιβλίο του Άγγελου Συρίγου αποτελεί εργαλείο γνώσης και σημείο αναφοράς. Είναι ένα πολύτιμο εγχειρίδιο για τα ελληνοτουρκικά. Είναι χρήσιμο και για τη σημερινή φάση του διανύει το Κυπριακό, καθώς επιβάλλεται η αξιολόγηση των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας, χωρίς δογματισμούς και εκ προοιμίου τοποθετήσεις έναντι της πολιτικής της. Αλλά και χωρίς λογικές, με βάση των οποίων, πολλοί αιθεροβάμονες ασκούν πολιτική στα εθνικά θέματα, σε Ελλάδα και Κύπρο. Η σε βάθος μελέτη της πολιτικής του αντιπάλου ενδείκνυται, θεωρείται απαραίτητο και επιβαλλόμενο. Τα εργαλεία υπάρχουν, το ζητούμενο είναι να αξιοποιούνται. Στην πολιτική τη μεγαλύτερη ζημιά προκαλούν, ας μου επιτραπεί ο όρος οι ξερόλες, οι επιδερμικοί, οι αιθεροβάμονες. Ζημιά προκαλούν αυτοί που συνειδητά δεν θέλουν να βλέπουν τις πραγματικές προθέσεις των όσων βρίσκονται στην αντίπερα όχθη.
Εύχομαι στον Άγγελο να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο του και να συνεχίσει ως πράττει μέχρι σήμερα να εργάζεται σκληρά και συστηματικά για να μας προσφέρει κι άλλα πολλά βιβλία.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΥΦΟΥΔΑΚΗΣ
Ευχαριστώ το Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος που με προσκάλεσε στην παρουσίαση του σημαντικού έργου του Άγγελου Συρίγου. Ευχαριστώ επίσης τον Κώστα Βενιζέλο και τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη για την ανάλυση του βιβλίου.
Ο συγγραφέας διακρίνεται για την βαθειά γνώση θεμάτων που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ο Άγγελος Συρίγος είναι ένας έντιμος και σοβαρός ακαδημαϊκός που υπηρέτησε με τον ίδιο τρόπο και σε σημαντικές θέσεις προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε είναι ένας magnum όρος που προσφέρει την ποιο τεκμηριωμένη ανάλυση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1922.
Είναι ένα βιβλίο που θα γίνει σημείο αναφοράς και πρέπει να διαβαστεί σε βάθος απ’ όλους που ασχολούνται με Ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το βιβλίο του Άγγελου Συρίγου έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω της πολιτικής αστάθειας στην Αθήνα και την Άγκυρα, της ανατροπής της Ελληνοτουρκικής ισορροπίας και των ηγεμονικών βλέψεων της Τουρκίας.
Απόψε, λόγω της επετείου της τούρκικης εισβολής και της κρίσιμης φάσης των συνομιλιών ,θα επικεντρωθώ στην τουρκική πολιτική στο κυπριακό.
Από την γένεση του κυπριακού προβλήματος η τούρκικη πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια και συνέχεια, άσχετο ποιος κυβερνά την Τουρκία. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω το ίδιο για την δική μας πολιτική.
Πέρασαν ένδεκα χρόνια μετά την αποφασιστική απόρριψη του σχεδίου Αννάν και της άνευ προηγουμένου συνταγματικής σοφιστείας που ονομάζεται ‘Διζωνική-Δικοινοτική Ομοσπονδία’.
Από τότε, οι διολισθήσεις συνεχίσθηκαν ενώ αυτή η ιστορική απόφαση αγνοήθηκε. Για άλλη μια φορά το ερώτημα παραμένει.
Τι θα κάνει η Λευκωσία για να ανατρέψει τα αποτελέσματα της εισβολής, της κατοχής και της παραβίασης διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων, γιατί αυτή ήταν και είναι η ουσία του κυπριακού προβλήματος,
Κυρίες και κύριοι κάτω από το φύλλο συκής της αποκαλούμενης κυπριακής λύσης’ βλέπουμε την νεκρανάσταση του Σχεδίου Αννάν με νέες υποχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα ,χωρίς καμία ανταπόκριση από την Τουρκία και την υποτελή τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Στην προσπάθεια να επιβληθεί ένα αναθεωρημένο Σχέδιο Αννάν δημιουργήθηκε και πάλι ένας τεχνητός ενθουσιασμός εντός και εκτός της Κύπρου ότι οι δυο ηγέτες θα λύσουν το κυπριακό.
Μην ξεχνάτε όμως ότι αυτό το θεατρικό έργο παρουσιάστηκε και μετά την εκλογή του προέδρου Χριστόφια και τους ακούγαμε πως οι δυο ιδεολογικοί και προσωπικοί φίλοι θα έλυναν το κυπριακό.
Όλοι γνωρίζουμε τα αποτελέσματα!
Μετά την εκλογή του Ακιντζί, ο Ερτογάν απάντησε για το ποιος καθορίζει την τουρκοκυπριακή πολιτική.
Επίσης μην ξεχνάμε τι έχει πει ο ίδιος ο Ακιντζί για την λύση του κυπριακού, και να μην βλέπουμε μόνο τις χαριτολογίες που προσφέρει σε επαναπροσεγγιστικά σεμινάρια. Η πολιτική της Τουρκίας παραμένει ότι το κυπριακό λύθηκε το 1974.
Ξένοι μεσολαβητές επαναλαμβάνουν:
Α)την μυθολογία των ‘χαμένων ευκαιριών’
Β)ότι η επιλογή είναι μεταξύ της αποδοχής της διζωνικής ‘η της διχοτόμησης και γ) τονίζουν την ανάγκη της ‘ομοψυχίας’ ώστε να αποφευχθεί η διαμάχη που ακολούθησε την απόρριψη του σχεδίου Αννάν.
Ενότητα και ομοψυχία όμως δεν σημαίνουν την αποδοχή της κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και την νομιμοποίηση της εισβολής και της κατοχής.
Αν υπήρχαν ‘χαμένες ευκαιρίες’ ήταν αυτές για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως το 1964 και το 2004 με το σχέδιο Αννάν. Δεν υπήρξαν όμως ‘χαμένες ευκαιρίες’ για μια δημοκρατική και βιώσιμη λύση, συμβατή με τον κανόνα του νόμου και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Κράτη και Λαοί που σέβονται τον εαυτό τους δεν αυτοδιαλύονται για την ικανοποίηση τρίτων.
Επομένως, δεν πρέπει να αναμένουμε διαφορετική συμπεριφορά από ξένες χώρες αν εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να υπερασπισθούμε την Κυπριακή Δημοκρατία και τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα των πολιτών.
Οι ατέρμονες συνομιλίες μετά το 1975 οδήγησαν την κυπριακή δημοκρατία σε νέα αδιέξοδα και υποχωρήσεις που έχουν καταγραφεί.
Α) σε εναρκτήριες δηλώσει σαν αυτή της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 που έγινε η βάση του σχεδίου Αννάν ,και αυτής της 11 Φεβρουαρίου 2014 που τώρα οδηγεί στην νεκρανάσταση του σχεδίου Αννάν.
Β) στην συνεχή πολιτική της Τουρκίας που απαιτεί την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην αναγνώριση του Ψευδοκράτους και
Γ) σε δεσμευτικά κείμενα συγκλίσεων που αγνοούν πλήρως την απόφαση του δημοψηφίσματος του 2004.
Η εναρκτήρια δήλωση της 11ης Φεβρουαρίου του 2014 καθορίζει ότι η τελική λύση βασίζεται στην άνευ προηγουμένου συνταγματική σοφιστεία της Διζωνικής.
Με εποικοδομητική ασάφεια (constructive ambiguity) προωθείται ένα καθαρά συνομοσπονδιακό σχήμα μεταξύ δύο αυτονόμων πολιτειών κάτω από την εγγύηση και το βέτο της Τουρκίας.
Η αποκαλούμενη διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία παραβιάζει το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι βασικός νόμος τη Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 14 απαγορεύει ρητά διακρίσεις με βάση τη θρησκεία, την γλώσσα και την εθνότητα. Η «Διζωνική – Δικοινοτική Ομοσπονδία» όμως βασίζεται σ’ αυτές τις διακρίσεις!
Όπως και το 2004, η Τουρκία δεν αποδέχεται την ενεργό συμμετοχή εκπροσώπου της Ε.Ε. στις διαπραγματεύσεις. Δέχεται μόνον την παρουσία ενός εκπροσώπου που θα νομιμοποιήσει τις αποκλίσεις που περιέχει η Διζωνική από το Κοινοτικό Δίκαιο.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η Τουρκία απαιτεί την αποδοχή του νέου Σχεδίου μέσω δημοψηφίσματος, ώστε τα θύματα της εισβολής και της κατοχής να νομιμοποιήσουν τις αποκλίσεις από το Κοινοτικό Δίκαιο και να αποκλείσουν τη δυνατότητα προσφυγής σε Ευρωπαϊκά Δικαστήρια.
Η προπαγάνδα υπέρ της νέας διαδικασίας είναι γεμάτη αντιφάσεις. Η εναρκτήρια δήλωση αποδέχεται μεν τις δημοκρατικές αρχές, τις βασικές ελευθερίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτά όμως αναιρούνται από τις πρόνοιες για ξεχωριστή ταυτότητα και την ακεραιότητα των Συνιστωσών Πολιτειών. Αυτές οι πρόνοιες οδηγούν στην νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της εισβολής και στην παρθενογένεση ενός νέου κράτους.
Ένα νέο όπλο στην προσπάθεια διάσπασης του μετώπου που απέρριψε το Σχέδιο Annan είναι το θέμα της Αμμοχώστου. Αυτό το θέμα παρουσιάζεται πότε σαν μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης και πότε ως το τίμημα για την τελική αποδοχή της κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Καταλαβαίνω τον πόνο των νόμιμων κατοίκων της Αμμοχώστου. Δεν πρέπει όμως να αμμοχωστοποιήσουμε το Κυπριακό.
Το Κυπριακό πρόβλημα ήταν και είναι θέμα εισβολής, κατοχής και παραβίασης διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα κατεχόμενα εδάφη δεν είναι μόνον αυτά της Αμμοχώστου. Είναι και αυτά της Κερύνειας, της Καρπασίας, της Λαπήθου και της Μόρφου.
Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις γύρω από το θέμα της Αμμοχώστου, η επιστροφή της οποίας είναι μια άνευ όρων υποχρέωση της Τουρκίας, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και την Συμφωνία Κορυφής του 79.
Η Τουρκία όμως πάντα ακολουθεί την τακτική του παζαριού. Οι φήμες για άνοιγμα τμήματος της περιφραγμένης πόλης της Αμμοχώστου για την μελλοντική επιστροφή περιορισμένου αριθμού κατοίκων της θα γίνει με σοβαρά ανταλλάγματα.
Δηλαδή, η Τουρκία μετατρέπει διεθνείς νομικές και πολιτικές υποχρεώσεις σε ανταλλάγματα που οδηγούν στην de facto αναγνώριση του ψευδοκράτους και την διεύρυνση των σχέσεων Τουρκίας – Ε.Ε., άσχετο αν η Τουρκία ακόμη δεν έχει εκπληρώσει υποχρεώσεις που ανέλαβε για την έναρξη των διαπραγματεύσεων της με την Ε.Ε.
Επομένως δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι μια πιθανή επιστροφή τμήματος της Αμμοχώστου είναι μια κίνηση καλής θέλησης από την Τουρκία. Αντίθετα, είναι ένα υψηλό τίμημα που οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εκτός του θέματος της Αμμοχώστου, το άλλο νέο στοιχείο στις συνομιλίες είναι αυτό των υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η ανακήρυξη της κυπριακής ΑΟΖ έγινε στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου και των τριών Συνθηκών για το Δίκαιο της θάλασσας, που είναι νόμοι της Ε.Ε.
Η Τουρκία, που είναι υποψήφιο μέλος για ένταξη στην Ε.Ε., δεν αποδέχεται τη νομοθεσία της Ε.Ε. για το Δίκαιο της θάλασσας, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ εισέβαλε στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και πάλι, μέρος αυτού του προβλήματος είναι δικό μας δημιούργημα. Τοποθετήσεις των δύο τελευταίων Προέδρων έδωσαν την ευκαιρία στους μεσολαβητές να διαπραγματεύονται τον φυσικό πλούτο της Κυπριακής Δημοκρατίας!
Αυτό θα δώσει νέες ευκαιρίες στην Τουρκία να εκβιάζει όχι μόνον την Κύπρο, αλλά και το Ισραήλ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ίδιοι ξένοι διπλωμάτες προτείνουν την χρήση του φυσικού πλούτου της Κυπριακής Δημοκρατίας για να καλυφθεί το κόστος μιας μελλοντικής επανένωσης και των ζημιών της τουρκικής εισβολής. δηλαδή, η λύση υποθηκεύει τον φυσικό πλούτο του κράτους ενώ η Τουρκία που δημιούργησε το πρόβλημα, απαλλάσσεται πλήρως!
Παρ’ όλο που η εναρκτήρια δήλωση περιέχει λεπτομερείς αναφορές για την συνταγματική πτυχή του Κυπριακού, αποφεύγει οποιεσδήποτε αρχές για θέματα ουσίας για τους Ελληνοκυπρίους, όπως το εδαφικό, τους πρόσφυγες, την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, των εγγυήσεων, των επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας και το περιουσιακό που αυτό καθορίζει μελλοντικές εδαφικές διευθετήσεις.
Η Τουρκία όμως, μαζί με την υποτελή τουρκοκυπριακή ηγεσία, παρουσιάζουν πολλά από αυτά τα θέματα ως κόκκινες γραμμές στις συνομιλίες.
Κυρίες και κύριοι, 41 χρόνια μετά την εισβολή τα διαπραγματευτικά λάθη και οι διολισθήσεις συνεχίζονται χωρίς ανταπόκριση από την Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στα πρόθυρα της διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2004. Μόνον το θαρραλέο «ΟΧΙ» του Τάσσου Παπαδόπουλου και του 76% των Ελληνοκυπρίων έσωσε την Κυπριακή Δημοκρατία. Τώρα όμως βρισκόμαστε μπροστά στα ίδια, αν όχι χειρότερα διλλήματα. Οι παράνομοι έποικοι έγιναν ¨ανθρωπιστικό θέμα». Η παράνομη εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή ξεχάστηκαν. Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί στην συγγραφή άνευ προηγουμένου παρανόμων συνταγματικών σοφιστειών σαν αυτή της διζωνικής και τα παράγωγα της.
Η αναβάθμιση των εκπροσώπων του ψευδοκράτους και η έμμεση υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την εξίσωση των δύο διαπραγματευτών και των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένα τραγικό λάθος της ελλαδικής και της κυπριακής διπλωματίας. Γι’ αυτό πανηγυρίζουν στην Άγκυρα και στην κατεχόμενη Λευκωσία, και τώρα εκπρόσωποι του παράνομου καθεστώτος αλωνίζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ανενόχλητοι, για επαφές υψηλού επιπέδου προσδοκώντας την de facto αναγνώριση.
Οι ξένοι προπαγανδιστές του Σχεδίου Annan, εκμεταλλευόμενοι την Δημοκρατία στην Κύπρο δημιούργησαν διάφορες λεγόμενες μη κυβερνητικές οργανώσεις που χρηματοδότησαν με εκατομμύρια δολάρια με στόχο την προπαγάνδα για την υπερψήφιση του Σχεδίου Annan.
Παρ’ όλο που αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν, δεν σταμάτησαν. Αν αυτές οι κινήσεις συμβάλουν στην λύση του Κυπριακού, γιατί οι διοργανωτές τους δεν χρηματοδοτούν παρόμοιες εκδηλώσεις στην Τουρκία;
Αγαπητοί φίλοι, περιθώρια για ψευδαισθήσεις και νέες υποχωρήσεις δεν υπάρχουν.
Κράτη που δεν σέβονται τον εαυτό τους δεν πρέπει να περιμένουν διαφορετική συμπεριφορά από τους άλλους.
Πριν χρόνια ο Τάσσος Παπαδόπουλος είχε το θάρρος να πει το ιστορικό «ΟΧΙ», το ότι παρέλαβε κράτος και δεν θα παραδώσει κοινότητα.
76% των Ελληνοκυπρίων τον ακολούθησαν γιατί κανείς Πρόεδρος δεν έχει εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει τν κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έντεκα χρόνια μετά την ιστορική, δημοκρατική και αποφασιστική απόρριψη του Σχεδίου Annan, το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκεται και πάλι στα χέρια μας. Πρέπει να σταθούμε αντάξιοι αυτής της παρακαταθήκης. Απόψε, στην μαύρη επέτειο της εισβολής, οφείλουμε στην μνήμη αυτών που προστάτευσαν την Κυπριακή Δημοκρατία και όλων των θυμάτων της τουρκικής εισβολής, να συσπειρωθούμε και πάλι γύρω από το «Δεν ξεχνώ», απορρίπτοντας για άλλη μια φορά τα σχέδια αυτών που προσπαθούν να επιβάλουν την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σας ευχαριστώ.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΥΡΙΓΟΣ
Ευχαριστίες προς τους παρουσιαστές Κώστα Βενιζέλο, Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, και Βαν Κουφουδάκη (που ήρθε από την Αμερική ειδικά για την εκδήλωση) και κυρίως προς το δ.σ. του Κέντρου Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος που αγκάλιασε το βιβλίο και τον διευθυντή του Χρύση Παντελίδη που οργάνωσε τόσο αποτελεσματικά και άρτια τη σημερινή εκδήλωση.
Κυρίες και Κύριοι,
Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις με συνοδεύουν από τότε που άρχισα να συνειδητοποιώ την πολιτική πλευρά των πραγμάτων. Για την ακρίβεια τα ελληνοτουρκικά ήταν η αιτία που η γενιά μου, εντάχθηκε απότομα στον κόσμο των ενηλίκων εκείνο το καλοκαίρι του 1974, πριςν ακριβώς 41 χρόνια, τέτοια ημέρα.
Γιατί το έγραψα;
Διότι οι Ε/Τ σχέσεις προσδιορίζουν την ελληνική εξωτερική πολιτική. Είναι περίεργο που δεν υπήρχε άλλο συνολικό σύγγραμμα πέραν ενός συγγράματος του 1987. Εάν δεν ξέρουμε καλά τί συμβαίνει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εάν δεν έχουμε την ιστορική μνήμη, κινδυνεύουμε να τα ξαναζήσουμε. Είναι δε πράγματα που αναρωτιέσαι πως δεν τα ξέρουμε. Να σας πω ένα παράδειγμα.
Για τους αιχμαλώτους του 1922 πρωτάκουσα από οικογενειακές μνήμες και πρωτοδιάβασα στο Νούμερο 31328. Δεν υπάρχει, όμως, κάποιο κείμενο που να δίνει συνολικά το μέγεθος της καταστροφής με τους στρατιώτες και πολίτες που συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι και όμηροι. Πόσοι συνελήφθησαν; πόσοι επέστρεψαν; Όταν συνεδητοποιείς ότι επέστρεψαν μόλις 320 πολίτες από τους εκατοντάδες χιλιάδες που ήσαν όμηροι, τρομάζεις.
Αυτό έχει πολλαπλές αναγνώσεις.
Μία είναι η έκταση της καταστροφής. Μία άλλη ανάγνωση λέει για το ψυχικό σθένος και τα ηγετικά χαρακτηριστικά που είχε η πολιτική ηγεσία εκείνης της εποχής που, 8 χρόνια μετά την τρομερή αυτή καταστροφή, είχε τη δύναμη να επιδιώξει ειρήνευση με την Τουρκία διότι αυτό επέβαλε το συμφέρον της Ελλάδος.
Το βασικό ερώτημα στη Λευκωσία είναι, προφανώς, τί θα γίνει με το Κυπριακό;
Για να το απαντήσουμε, πρέπει να καταλάβουμε ποιό είναι το ισχυρό σημείο της κάθε πλευράς στη διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται από τουρκικής πλευράς το σύνολο των υπαρκτών δεδομένων, όπως διαμορφώθηκαν λόγω της εισβολής το 1974. Πολύ απλά, οι Τούρκοι κατέχουν το έδαφος!
Από την άλλη, η ελληνοκυπριακή πλευρά διαπραγματεύεται τη διεθνή αναγνώρισή της και τη μοναδική εκπροσώπηση του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διεθνή κοινότητα.
Το ψήφισμα 186/1964 αποδείχθηκε για την Κυπριακή Δημοκρατία το βασικό διαπραγματευτικό της όπλο μετά το 1974.
Η διαπραγμάτευση είναι: δώστε μας αναγνώριση να σας δώσουμε έδαφος.
Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντική η διατήρηση της αναγνωρίσεως –της σφραγίδας- της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γι’ αυτό είχε πει ο Τάσσος Παπαδόπουλος:
Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα.
Διότι υπάρχει πιθανότητα στο τέλος της διαπραγματεύσεως να έχουμε δώσει την αναγνώριση και να περιμένουμε να πάρουμε κάποια στιγμή κάποια εδάφη.
Οι ισορροπίες στο Κυπριακό είναι αρνητικές αρνητικές για την ελληνική πλευρά.
Το 1974 η Τουρκία βρήκε πρόσφορες τις συνθήκες για να λύσει το Κυπριακό με τρόπο που ικανοποιούσε σχεδόν πλήρως τα εθνικά της συμφέροντα.
Η κατάληψη του 37% του νησιού κατέστησε και τις ελεύθερες περιοχές όμηρο των διαθέσεών της. Επιπλέον, πέτυχε τη διαρκώς ποθούμενη από τις μεγάλες δυνάμεις σταθερότητα στην περιοχή.
Η φράση των Τούρκων ότι «μετά το 1974 δεν υπάρχει αιματοχυσία στο νησί» ακούγεται κυνική και δυσάρεστη στους Έλληνες.
Για τις μεγάλες δυνάμεις εσήμαινε, όμως, ότι οι εξελίξεις στην Κύπρο ήσαν προβλέψιμες και δεν επεφύλασσαν εκπλήξεις για την ασφάλεια των δικών τους συμφερόντων.
Έως το 2011, κακά τα ψέματα, αυτή ήταν η πραγματικότητα.
Η ανεύρεση μεγάλων ενεργειακών πηγών στην ανατολική Μεσόγειο το 2011 μπορεί να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα λύσεως της Κυπριακού που ίσχυαν μετά το 1974. Μπορεί να μεταβάλει τις ισορροπίες
Μπορεί να βοηθήσει για τη δημιουργία ισχυρών συμμαχιών.
Βλέπετε, πώς έχουν εξελιχθεί οι σχέσεις Τουρκίας με Ισραήλ και Αίγυπτο τα τελευταία χρόνια.
Μοναδική διέξοδος που έχουμε είναι να συνεχίσουμε τις έρευνες μέχρι να βρούμε και άλλα ενεργειακά αποθέματα.
Τότε μόνον θα μπορούμε να μιλάμε για μία κάπως πιο ισορροπημένη λύση του Κυπριακού.
Κάποιο τμήμα της ελληνικής πλευράς φαίνεται να πιστεύει ότι τα κυπριακά ενεργειακά κοιτάσματα μπορούν να λειτουργήσουν ως δέλεαρ προς τους Τούρκους για να βρεθεί λύση.
Πρόκειται περί ευσεβούς πόθου. Η Τουρκία θα δεχόταν να βοηθήσει, μόνον εάν ενδιαφερόταν για την ευημερία των Τουρκοκυπρίων και δεν έβλεπε την Κύπρο στρατηγικά.
Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η Τουρκία δεν θα αρκεσθεί να «συμμετέχει» στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών διά των Τουρκοκυπρίων.
Σε μία τέτοια περίπτωση, οι τελευταίοι θα απολάμβαναν των ωφελημάτων ως κάτοικοι ενός άλλου ανεξάρτητου κράτους.
Η Τουρκία θα θελήσει να εμπλακεί άμεσα στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών που έχουν βρεθεί νοτίως του νησιού. Αυτό σημαίνει ότι θα επιχειρήσει να προσαρμόσει το όποιο σχέδιο λύσεως στη νομιμοποίηση της άμεσης εμπλοκής της στον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων της Κύπρου.
Η ανεύρεση κοιτασμάτων που βρίσκονται τυχαίως στο νότιο τμήμα του νησιού, που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι όντως πολύ σημαντική αλλά για διαφορετικό λόγο. Δίνει τη δυνατότητα στον ελληνικό παράγοντα να προχωρήσει σε μία στρατηγική κίνηση, φτιάχνοντας έναν ενεργειακό διάδρομο (π.χ. αερίου ή ηλεκτρικού ρεύματος) Κύπρου-Ελλάδος προς την Ευρώπη (και θεωρητικώς από την Ευρώπη προς τη Μέση Ανατολή).
Είναι προφανές ότι συμφέρει την ελληνική πλευρά ο έλεγχος των κοιτασμάτων από τη σημερινή «ελληνική» Κυπριακή Δημοκρατία παρά από ένα μόρφωμα (παρόμοιο με αυτό που προδιέγραφε το Σχέδιο Ανάν) εν δυνάμει ενεργούμενο της Τουρκίας. Η εμπλοκή της Ευρώπης σε ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να είναι αυτονόητη.
Έρχομαι σε ένα δεύτερο ερώτημα:
Υπάρχει πιθανότητα να ζήσουμε ειρηνικά με τους Τούρκους;
Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας οφείλονται σε αντικρουόμενα συμφέροντα, σχετικώς με τον ρόλο που επιθυμεί κάθε χώρα να διαδραματίσει στην ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο. Στη γεωπολιτική σκακιέρα της ανατολικής Μεσογείου η Ελλάδα διαθέτει δύο κρίσιμα ερείσματα. Την Κύπρο, που τη φέρνει σε επαφή με τα κράτη της Μέσης Ανατολής, και το Αιγαίο, στο οποίο η απόλυτη ελληνική κυριαρχία οδηγεί σε πλήρη έλεγχο των περασμάτων προς τον Εύξεινο Πόντο. Αυτά τα δύο στοιχεία προσπαθεί να ακυρώσει η τουρκική πολιτική, διότι συγκρούονται με τη δική της αντίληψη για τον ρόλο που θέλει να διαδραματίσει στην περιοχή. Για όσον καιρό δεν υπάρχει ταυτότητα συμφερόντων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, θα υπάρχει αυτή η αντιπαλότητα.
Κλείνοντας πρέπει να επισημάνω ότι δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία του Κυπριακού για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το Κυπριακό είναι το μοναδικό θέμα που απασχολεί συνεχώς από το 1955 την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Αν και τα τελευταία χρόνια μοιάζει απομονωμένο από τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και τη Θράκη, στην πραγματικότητα είναι άμεσα συνδεδεμένο με αυτές.
Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Τουρκία αμφισβήτησε όλο το νομικό καθεστώς του Αιγαίου μόλις το 1974 και σε άμεση συνάρτηση με την εισβολή στην Κύπρο. Τα θέματα του Αιγαίου ετέθησαν ως αντίβαρο στις εξελίξεις στο νησί. Μπορεί αργότερα να απέκτησαν τη δική τους αυτονομία, αλλά στη βάση τους εξακολουθούν να συνδέονται άρρηκτα με το Κυπριακό.
Θα είναι αδύνατον να υπάρξει οριστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων χωρίς λύση και του Κυπριακού.
Η ειρήνη στο Αιγαίο περνάει από την ειρήνη στην Κύπρο.
Αντιστοίχως, μία κακή λύση στην Κύπρο θα έχει άμεσες συνέπειες στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Στην παρουσίαση μίλησαν οι κύριοι Κώστας Βενιζέλος, δημοσιογράφος, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Βαγγέλης Κουφουδάκης, Ομότιμος Πρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Indiana University – Purdue University. Η εκδήλωση έκλεισε με αποφώνηση του συγγραφέα, Άγγελου Συρίγου, Επίκουρου Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Παρατίθενται τα κείμενα των ομιλιών του Κώστα Βενιζέλου και του Βαγγέλη Κουφουδάκη καθώς και το κείμενο της αποφώνησης του Άγγελου Συρίγου:
ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω το Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος για την επιλογή του να με συμπεριλάβει στους ομιλητές στην παρουσίαση μιας σημαντικής έκδοσης ενός επιστήμονα που συστηματικά ερευνά, αναλύει και προσφέρει υλικό και γνώση, όπως είναι ο Άγγελος Συρίγος. Είναι αυτή άλλωστε η απoστολή των ακαδημαϊκών και ο Α.Σ. την εκπληρώνει στο έπακρο. Η παρουσίαση γίνεται σε μια σημαδιακή ημέρα, την 41η επέτειο από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Οι επέτειοι, κυρίως για τους ηττημένους, αποτελούν μνημόσυνο αλλά και ευκαιρία για αποτίμηση και περισυλλογή και αυτό προσφέρεται και με την ενδελεχή μελέτη της τουρκικής πολιτικής και των αντιλήψεων/προσεγγίσεων της Τουρκίας για τις σχέσεις της έναντι των γειτόνων της.
Είναι προφανές πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει μέσα από διάφορες διακυμάνσεις, ουδέποτε όμως έχουν ομαλοποιηθεί. Η πορεία των σχέσεων αυτών αναδεικνύει μια μόνιμη σχεδόν αντιπαράθεση, καχυποψία και εχθρότητα. Από τη Συνθήκη της Λοζάνης ( Ιούλιος 1923) και εντεύθεν πολλές είναι οι εξελίξεις και οι φάσεις που πέρασαν οι σχέσεις των δυο γειτονικών χωρών.
Στο επίκεντρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν και παραμένει το Κυπριακό και από το 1974 και εντεύθεν η ομαλοποίηση τους περνά απαραίτητα μέσα από τη λύση του εθνικού μας προβλήματος.
Είναι αρκούντως σημαντικό να αναφερθεί κανείς σε μια σειρά από γεγονότα, που αναδεικνύουν το χαρακτήρα αυτών των σχέσεων. Γεγονότα κομβικής σημασίας, που καταγράφονται στο βιβλίο του Άγγελου Συρίγου.
Θα επιχειρήσω να κωδικοποιήσω κάποια σημεία, χωρίς ομολογώ να καταφέρω να παρουσιάσω όλα τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το σημαντικό έργο.
Πρώτο, σύμφωνα με τον Άγγελο Συρίγο, ακόμη και στη θεωρητική της μορφή, η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες εξαιρούσε την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό φάνηκε στην πράξη κατά τη δωδεκαετή πρωθυπουργία Ερντογάν. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δίπλα στα τόσα προβλήματα, ο Νταβούτογλου καθιέρωσε και την επίδειξη σημαίας από τουρκικά πολεμικά που πραγματοποιούν «αβλαβείς» διελεύσεις ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου. Κατά τον Νταβούτογλου, οι κινήσεις αυτές θα βοηθήσουν τους Έλληνες να πάψουν να αντιμετωπίζουν το Αιγαίο ως ελληνική λίμνη. Ίσως οι «αβλαβείς» διελεύσεις αποτελούσαν αντίβαρο για τη μείωση των πτήσεων πάνω από ελληνικά νησιά την περίοδο 2010-2014 και τον περιορισμό των εικονικών αερομαχιών στο Αιγαίο. Στην περίπτωση της Κύπρου, πλην της «ευελιξίας» που έδειξε ο Ερντογάν κατά την τελική φάση του σχεδίου Ανάν το 2004, στα χρόνια που ακολούθησαν δεν φάνηκε κάποιο σημάδι αλλαγής της τουρκικής αντιλήψεως, που θεωρεί ότι τα πάντα λύθηκαν με την τουρκική εισβολή του 1974. Ο βασικός λόγος για αυτή τη στάση έναντι Ελλάδος- Κύπρου είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ότι οι ισλαμιστές και οι κεμαλικοί μοιράζονται την ίδια εθνικιστική προσέγγιση και αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής έναντι των μη μουσουλμάνων. Ελλάδα και Κύπρος θεωρείται ότι παρεμβαίνουν στον «ζωτικό χώρο» της Τουρκίας. Κατ΄ακολουθίαν, η Τουρκία καλείται να ελέγξει αυτό το χώρο περιορίζοντας τις δυο χώρες από την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Η επιλογή των κεμαλικών κυβερνήσεων μετά το 1974 να εγείρουν διάφορα θέματα ( π.χ. αύξηση χωρικών υδάτων, όρια FIR Αθηνών, όρια εναέριου χώρου, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, «γκρίζες ζώνες» ( Πρακτικό της Βέρνης) αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η Ελλάδα απετράπη από την εφαρμογή των ευνοϊκών για αυτή διατάξεων του διεθνούς δικαίου. Ο χρόνος στις ελληνικές θάλασσες «πάγωσε» το 1974. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική των προκατόχων του Ερντογάν αποδείχθηκε επιτυχημένη και απλώς έπρεπε να συνεχισθεί.
… Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια ποιοτική διαφορά στις σχέσεις Τουρκίας- Ελλάδος κατά την περίοδο Ερντογάν, αναφέρει ο συγγραφέας. Πιο συγκεκριμένα, μετά το 1923, η Ελλάδα και η Τουρκία προσδιόριζαν τη θέση τους στο διεθνές σύστημα κυρίως μέσα από τις διμερείς τους σχέσεις. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις όπου οι δυο χώρες υιοθέτησαν στρατηγικές που ξέφυγαν από αυτό το πλαίσιο.
Δεύτερο, για το σχέδιο Ανάν αναφέρεται καταρχήν στη στάση της Ελλάδος: Σύμφωνα με τον Άγγελο Συρίγο, από το 1999 η κυβέρνηση Σημίτη είχε υιοθετήσει μία νέα στρατηγική επιλύσεως/διευθετήσεως του συνόλου των ελληνοτουρκικών διαφορών, που περιελάμβανε και την Κύπρο. Το Κυπριακό αντιμετωπιζόταν ως μια από αυτές τις «παλιάς κοπής» διαφορές που συνδέονταν με εθνικιστικές διαμάχες, εθνικές κυριαρχικές και κρατικά σύνορα.
…Πρωταρχικός στόχος παρέμενε η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Ήταν, όμως, πλέον αποδεκτή και η παράλληλη επίλυση του Κυπριακού, έστω και με σοβαρές υποχωρήσεις. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, λειτουργώντας σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση ενεθάρρυνε τις διεθνείς προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού και συμμετείχε στις σχετικές διαπραγματεύσεις. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε διάστημα 3-4 ωρών αφότου παρουσιάσθηκε το σχέδιο Ανάν, τον Νοέμβριο του 2002, η ελληνική κυβέρνηση, διά στόματος του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, έσπευσε να το χαρακτηρίσει ως «ιστορική ευκαιρία».
Τρίτο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξακολουθούν να ενδιαφέρουν σοβαρά την Άγκυρα διότι, αναφέρει ο συγγραφέας, παρενοχλούν δυνητικά τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, όπως προαναφέρθηκε. Συνδέονται άμεσα με την πορεία της Τουρκίας με την Ευρώπη. Συνδέονται με την πιθανή ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ανατολική Μεσόγειο, που ως προοπτική ενδιαφέρει άμεσα την Τουρκία.
Η σημασία των ελληνοτουρκικών σχέσεων φαίνεται και από τη συστηματική καλλιέργεια συμμαχιών της Άγκυρας με την Πγδμ και την Αλβανία. Στόχος η μείωση της ελληνικής επιρροής στα Βαλκάνια.
Τέταρτο, κυρίαρχο ερώτημα είναι εάν συμφέρει την Ελλάδα στρατηγικά της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η απάντηση είναι αρνητική. Όπως αναφέρει ο Άγγελος Συρίγος, η Τουρκία θα είναι από πλευράς πληθυσμού το μεγαλύτερο κράτος μέσα στην Ένωση. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα έχει τουλάχιστον ίσο μερίδιο εξουσίας και ισχύος με τα άλλα τέσσερα μεγάλα κράτη ( Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία). Η σύμπραξη και συμφωνία μαζί της θα είναι περίπου απαραίτητη για τη λήψη αποφάσεων. Η συμμετοχή Τούρκων εκπροσώπων σε όλα τα όργανα της Ε.Ε. καθώς και σε καίριες θέσεις, θα είναι δεδομένη ( επίτροπος, ανώτατα στελέχη στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, τα δυο κόμματα στην Τουρκία θα έχουν τις μεγαλύτερες κοινοβουλευτικές ομάδες στο Λαϊκό και στο Σοσιαλιστικό κόμμα κλπ). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η αναβάθμιση αυτή, σε συνδυασμό με την ηγεμονική συμπεριφορά της Τουρκίας, θα έσβηνε την ήδη μικρή δυνατότητα παρεμβάσεως της Ε.Ε. στις ελλαδοτουρκικές διαφορές και θα έθετε τις διαφορές αυτές εκτός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Κυρίως, θα εκμηδένιζε τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής της Ελλάδος στην Ε.Ε. σε πολιτικό επίπεδο. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να αναφερθούμε και στα θέματα της ΑΟΖ, της Θράκης όπως και σε πολλά άλλα, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο και συνθέτουν το ολοκληρωμένο παζλ των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το βιβλίο του Άγγελου Συρίγου αποτελεί εργαλείο γνώσης και σημείο αναφοράς. Είναι ένα πολύτιμο εγχειρίδιο για τα ελληνοτουρκικά. Είναι χρήσιμο και για τη σημερινή φάση του διανύει το Κυπριακό, καθώς επιβάλλεται η αξιολόγηση των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας, χωρίς δογματισμούς και εκ προοιμίου τοποθετήσεις έναντι της πολιτικής της. Αλλά και χωρίς λογικές, με βάση των οποίων, πολλοί αιθεροβάμονες ασκούν πολιτική στα εθνικά θέματα, σε Ελλάδα και Κύπρο. Η σε βάθος μελέτη της πολιτικής του αντιπάλου ενδείκνυται, θεωρείται απαραίτητο και επιβαλλόμενο. Τα εργαλεία υπάρχουν, το ζητούμενο είναι να αξιοποιούνται. Στην πολιτική τη μεγαλύτερη ζημιά προκαλούν, ας μου επιτραπεί ο όρος οι ξερόλες, οι επιδερμικοί, οι αιθεροβάμονες. Ζημιά προκαλούν αυτοί που συνειδητά δεν θέλουν να βλέπουν τις πραγματικές προθέσεις των όσων βρίσκονται στην αντίπερα όχθη.
Εύχομαι στον Άγγελο να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο του και να συνεχίσει ως πράττει μέχρι σήμερα να εργάζεται σκληρά και συστηματικά για να μας προσφέρει κι άλλα πολλά βιβλία.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΥΦΟΥΔΑΚΗΣ
Ευχαριστώ το Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος που με προσκάλεσε στην παρουσίαση του σημαντικού έργου του Άγγελου Συρίγου. Ευχαριστώ επίσης τον Κώστα Βενιζέλο και τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη για την ανάλυση του βιβλίου.
Ο συγγραφέας διακρίνεται για την βαθειά γνώση θεμάτων που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ο Άγγελος Συρίγος είναι ένας έντιμος και σοβαρός ακαδημαϊκός που υπηρέτησε με τον ίδιο τρόπο και σε σημαντικές θέσεις προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε είναι ένας magnum όρος που προσφέρει την ποιο τεκμηριωμένη ανάλυση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1922.
Είναι ένα βιβλίο που θα γίνει σημείο αναφοράς και πρέπει να διαβαστεί σε βάθος απ’ όλους που ασχολούνται με Ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το βιβλίο του Άγγελου Συρίγου έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω της πολιτικής αστάθειας στην Αθήνα και την Άγκυρα, της ανατροπής της Ελληνοτουρκικής ισορροπίας και των ηγεμονικών βλέψεων της Τουρκίας.
Απόψε, λόγω της επετείου της τούρκικης εισβολής και της κρίσιμης φάσης των συνομιλιών ,θα επικεντρωθώ στην τουρκική πολιτική στο κυπριακό.
Από την γένεση του κυπριακού προβλήματος η τούρκικη πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια και συνέχεια, άσχετο ποιος κυβερνά την Τουρκία. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω το ίδιο για την δική μας πολιτική.
Πέρασαν ένδεκα χρόνια μετά την αποφασιστική απόρριψη του σχεδίου Αννάν και της άνευ προηγουμένου συνταγματικής σοφιστείας που ονομάζεται ‘Διζωνική-Δικοινοτική Ομοσπονδία’.
Από τότε, οι διολισθήσεις συνεχίσθηκαν ενώ αυτή η ιστορική απόφαση αγνοήθηκε. Για άλλη μια φορά το ερώτημα παραμένει.
Τι θα κάνει η Λευκωσία για να ανατρέψει τα αποτελέσματα της εισβολής, της κατοχής και της παραβίασης διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων, γιατί αυτή ήταν και είναι η ουσία του κυπριακού προβλήματος,
Κυρίες και κύριοι κάτω από το φύλλο συκής της αποκαλούμενης κυπριακής λύσης’ βλέπουμε την νεκρανάσταση του Σχεδίου Αννάν με νέες υποχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα ,χωρίς καμία ανταπόκριση από την Τουρκία και την υποτελή τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Στην προσπάθεια να επιβληθεί ένα αναθεωρημένο Σχέδιο Αννάν δημιουργήθηκε και πάλι ένας τεχνητός ενθουσιασμός εντός και εκτός της Κύπρου ότι οι δυο ηγέτες θα λύσουν το κυπριακό.
Μην ξεχνάτε όμως ότι αυτό το θεατρικό έργο παρουσιάστηκε και μετά την εκλογή του προέδρου Χριστόφια και τους ακούγαμε πως οι δυο ιδεολογικοί και προσωπικοί φίλοι θα έλυναν το κυπριακό.
Όλοι γνωρίζουμε τα αποτελέσματα!
Μετά την εκλογή του Ακιντζί, ο Ερτογάν απάντησε για το ποιος καθορίζει την τουρκοκυπριακή πολιτική.
Επίσης μην ξεχνάμε τι έχει πει ο ίδιος ο Ακιντζί για την λύση του κυπριακού, και να μην βλέπουμε μόνο τις χαριτολογίες που προσφέρει σε επαναπροσεγγιστικά σεμινάρια. Η πολιτική της Τουρκίας παραμένει ότι το κυπριακό λύθηκε το 1974.
Ξένοι μεσολαβητές επαναλαμβάνουν:
Α)την μυθολογία των ‘χαμένων ευκαιριών’
Β)ότι η επιλογή είναι μεταξύ της αποδοχής της διζωνικής ‘η της διχοτόμησης και γ) τονίζουν την ανάγκη της ‘ομοψυχίας’ ώστε να αποφευχθεί η διαμάχη που ακολούθησε την απόρριψη του σχεδίου Αννάν.
Ενότητα και ομοψυχία όμως δεν σημαίνουν την αποδοχή της κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και την νομιμοποίηση της εισβολής και της κατοχής.
Αν υπήρχαν ‘χαμένες ευκαιρίες’ ήταν αυτές για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως το 1964 και το 2004 με το σχέδιο Αννάν. Δεν υπήρξαν όμως ‘χαμένες ευκαιρίες’ για μια δημοκρατική και βιώσιμη λύση, συμβατή με τον κανόνα του νόμου και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Κράτη και Λαοί που σέβονται τον εαυτό τους δεν αυτοδιαλύονται για την ικανοποίηση τρίτων.
Επομένως, δεν πρέπει να αναμένουμε διαφορετική συμπεριφορά από ξένες χώρες αν εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να υπερασπισθούμε την Κυπριακή Δημοκρατία και τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα των πολιτών.
Οι ατέρμονες συνομιλίες μετά το 1975 οδήγησαν την κυπριακή δημοκρατία σε νέα αδιέξοδα και υποχωρήσεις που έχουν καταγραφεί.
Α) σε εναρκτήριες δηλώσει σαν αυτή της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 που έγινε η βάση του σχεδίου Αννάν ,και αυτής της 11 Φεβρουαρίου 2014 που τώρα οδηγεί στην νεκρανάσταση του σχεδίου Αννάν.
Β) στην συνεχή πολιτική της Τουρκίας που απαιτεί την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην αναγνώριση του Ψευδοκράτους και
Γ) σε δεσμευτικά κείμενα συγκλίσεων που αγνοούν πλήρως την απόφαση του δημοψηφίσματος του 2004.
Η εναρκτήρια δήλωση της 11ης Φεβρουαρίου του 2014 καθορίζει ότι η τελική λύση βασίζεται στην άνευ προηγουμένου συνταγματική σοφιστεία της Διζωνικής.
Με εποικοδομητική ασάφεια (constructive ambiguity) προωθείται ένα καθαρά συνομοσπονδιακό σχήμα μεταξύ δύο αυτονόμων πολιτειών κάτω από την εγγύηση και το βέτο της Τουρκίας.
Η αποκαλούμενη διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία παραβιάζει το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι βασικός νόμος τη Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 14 απαγορεύει ρητά διακρίσεις με βάση τη θρησκεία, την γλώσσα και την εθνότητα. Η «Διζωνική – Δικοινοτική Ομοσπονδία» όμως βασίζεται σ’ αυτές τις διακρίσεις!
Όπως και το 2004, η Τουρκία δεν αποδέχεται την ενεργό συμμετοχή εκπροσώπου της Ε.Ε. στις διαπραγματεύσεις. Δέχεται μόνον την παρουσία ενός εκπροσώπου που θα νομιμοποιήσει τις αποκλίσεις που περιέχει η Διζωνική από το Κοινοτικό Δίκαιο.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η Τουρκία απαιτεί την αποδοχή του νέου Σχεδίου μέσω δημοψηφίσματος, ώστε τα θύματα της εισβολής και της κατοχής να νομιμοποιήσουν τις αποκλίσεις από το Κοινοτικό Δίκαιο και να αποκλείσουν τη δυνατότητα προσφυγής σε Ευρωπαϊκά Δικαστήρια.
Η προπαγάνδα υπέρ της νέας διαδικασίας είναι γεμάτη αντιφάσεις. Η εναρκτήρια δήλωση αποδέχεται μεν τις δημοκρατικές αρχές, τις βασικές ελευθερίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτά όμως αναιρούνται από τις πρόνοιες για ξεχωριστή ταυτότητα και την ακεραιότητα των Συνιστωσών Πολιτειών. Αυτές οι πρόνοιες οδηγούν στην νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της εισβολής και στην παρθενογένεση ενός νέου κράτους.
Ένα νέο όπλο στην προσπάθεια διάσπασης του μετώπου που απέρριψε το Σχέδιο Annan είναι το θέμα της Αμμοχώστου. Αυτό το θέμα παρουσιάζεται πότε σαν μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης και πότε ως το τίμημα για την τελική αποδοχή της κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Καταλαβαίνω τον πόνο των νόμιμων κατοίκων της Αμμοχώστου. Δεν πρέπει όμως να αμμοχωστοποιήσουμε το Κυπριακό.
Το Κυπριακό πρόβλημα ήταν και είναι θέμα εισβολής, κατοχής και παραβίασης διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα κατεχόμενα εδάφη δεν είναι μόνον αυτά της Αμμοχώστου. Είναι και αυτά της Κερύνειας, της Καρπασίας, της Λαπήθου και της Μόρφου.
Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις γύρω από το θέμα της Αμμοχώστου, η επιστροφή της οποίας είναι μια άνευ όρων υποχρέωση της Τουρκίας, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και την Συμφωνία Κορυφής του 79.
Η Τουρκία όμως πάντα ακολουθεί την τακτική του παζαριού. Οι φήμες για άνοιγμα τμήματος της περιφραγμένης πόλης της Αμμοχώστου για την μελλοντική επιστροφή περιορισμένου αριθμού κατοίκων της θα γίνει με σοβαρά ανταλλάγματα.
Δηλαδή, η Τουρκία μετατρέπει διεθνείς νομικές και πολιτικές υποχρεώσεις σε ανταλλάγματα που οδηγούν στην de facto αναγνώριση του ψευδοκράτους και την διεύρυνση των σχέσεων Τουρκίας – Ε.Ε., άσχετο αν η Τουρκία ακόμη δεν έχει εκπληρώσει υποχρεώσεις που ανέλαβε για την έναρξη των διαπραγματεύσεων της με την Ε.Ε.
Επομένως δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι μια πιθανή επιστροφή τμήματος της Αμμοχώστου είναι μια κίνηση καλής θέλησης από την Τουρκία. Αντίθετα, είναι ένα υψηλό τίμημα που οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εκτός του θέματος της Αμμοχώστου, το άλλο νέο στοιχείο στις συνομιλίες είναι αυτό των υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η ανακήρυξη της κυπριακής ΑΟΖ έγινε στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου και των τριών Συνθηκών για το Δίκαιο της θάλασσας, που είναι νόμοι της Ε.Ε.
Η Τουρκία, που είναι υποψήφιο μέλος για ένταξη στην Ε.Ε., δεν αποδέχεται τη νομοθεσία της Ε.Ε. για το Δίκαιο της θάλασσας, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ εισέβαλε στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και πάλι, μέρος αυτού του προβλήματος είναι δικό μας δημιούργημα. Τοποθετήσεις των δύο τελευταίων Προέδρων έδωσαν την ευκαιρία στους μεσολαβητές να διαπραγματεύονται τον φυσικό πλούτο της Κυπριακής Δημοκρατίας!
Αυτό θα δώσει νέες ευκαιρίες στην Τουρκία να εκβιάζει όχι μόνον την Κύπρο, αλλά και το Ισραήλ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ίδιοι ξένοι διπλωμάτες προτείνουν την χρήση του φυσικού πλούτου της Κυπριακής Δημοκρατίας για να καλυφθεί το κόστος μιας μελλοντικής επανένωσης και των ζημιών της τουρκικής εισβολής. δηλαδή, η λύση υποθηκεύει τον φυσικό πλούτο του κράτους ενώ η Τουρκία που δημιούργησε το πρόβλημα, απαλλάσσεται πλήρως!
Παρ’ όλο που η εναρκτήρια δήλωση περιέχει λεπτομερείς αναφορές για την συνταγματική πτυχή του Κυπριακού, αποφεύγει οποιεσδήποτε αρχές για θέματα ουσίας για τους Ελληνοκυπρίους, όπως το εδαφικό, τους πρόσφυγες, την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, των εγγυήσεων, των επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας και το περιουσιακό που αυτό καθορίζει μελλοντικές εδαφικές διευθετήσεις.
Η Τουρκία όμως, μαζί με την υποτελή τουρκοκυπριακή ηγεσία, παρουσιάζουν πολλά από αυτά τα θέματα ως κόκκινες γραμμές στις συνομιλίες.
Κυρίες και κύριοι, 41 χρόνια μετά την εισβολή τα διαπραγματευτικά λάθη και οι διολισθήσεις συνεχίζονται χωρίς ανταπόκριση από την Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στα πρόθυρα της διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2004. Μόνον το θαρραλέο «ΟΧΙ» του Τάσσου Παπαδόπουλου και του 76% των Ελληνοκυπρίων έσωσε την Κυπριακή Δημοκρατία. Τώρα όμως βρισκόμαστε μπροστά στα ίδια, αν όχι χειρότερα διλλήματα. Οι παράνομοι έποικοι έγιναν ¨ανθρωπιστικό θέμα». Η παράνομη εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή ξεχάστηκαν. Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί στην συγγραφή άνευ προηγουμένου παρανόμων συνταγματικών σοφιστειών σαν αυτή της διζωνικής και τα παράγωγα της.
Η αναβάθμιση των εκπροσώπων του ψευδοκράτους και η έμμεση υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την εξίσωση των δύο διαπραγματευτών και των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένα τραγικό λάθος της ελλαδικής και της κυπριακής διπλωματίας. Γι’ αυτό πανηγυρίζουν στην Άγκυρα και στην κατεχόμενη Λευκωσία, και τώρα εκπρόσωποι του παράνομου καθεστώτος αλωνίζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ανενόχλητοι, για επαφές υψηλού επιπέδου προσδοκώντας την de facto αναγνώριση.
Οι ξένοι προπαγανδιστές του Σχεδίου Annan, εκμεταλλευόμενοι την Δημοκρατία στην Κύπρο δημιούργησαν διάφορες λεγόμενες μη κυβερνητικές οργανώσεις που χρηματοδότησαν με εκατομμύρια δολάρια με στόχο την προπαγάνδα για την υπερψήφιση του Σχεδίου Annan.
Παρ’ όλο που αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν, δεν σταμάτησαν. Αν αυτές οι κινήσεις συμβάλουν στην λύση του Κυπριακού, γιατί οι διοργανωτές τους δεν χρηματοδοτούν παρόμοιες εκδηλώσεις στην Τουρκία;
Αγαπητοί φίλοι, περιθώρια για ψευδαισθήσεις και νέες υποχωρήσεις δεν υπάρχουν.
Κράτη που δεν σέβονται τον εαυτό τους δεν πρέπει να περιμένουν διαφορετική συμπεριφορά από τους άλλους.
Πριν χρόνια ο Τάσσος Παπαδόπουλος είχε το θάρρος να πει το ιστορικό «ΟΧΙ», το ότι παρέλαβε κράτος και δεν θα παραδώσει κοινότητα.
76% των Ελληνοκυπρίων τον ακολούθησαν γιατί κανείς Πρόεδρος δεν έχει εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει τν κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έντεκα χρόνια μετά την ιστορική, δημοκρατική και αποφασιστική απόρριψη του Σχεδίου Annan, το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκεται και πάλι στα χέρια μας. Πρέπει να σταθούμε αντάξιοι αυτής της παρακαταθήκης. Απόψε, στην μαύρη επέτειο της εισβολής, οφείλουμε στην μνήμη αυτών που προστάτευσαν την Κυπριακή Δημοκρατία και όλων των θυμάτων της τουρκικής εισβολής, να συσπειρωθούμε και πάλι γύρω από το «Δεν ξεχνώ», απορρίπτοντας για άλλη μια φορά τα σχέδια αυτών που προσπαθούν να επιβάλουν την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σας ευχαριστώ.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΥΡΙΓΟΣ
Ευχαριστίες προς τους παρουσιαστές Κώστα Βενιζέλο, Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, και Βαν Κουφουδάκη (που ήρθε από την Αμερική ειδικά για την εκδήλωση) και κυρίως προς το δ.σ. του Κέντρου Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος που αγκάλιασε το βιβλίο και τον διευθυντή του Χρύση Παντελίδη που οργάνωσε τόσο αποτελεσματικά και άρτια τη σημερινή εκδήλωση.
Κυρίες και Κύριοι,
Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις με συνοδεύουν από τότε που άρχισα να συνειδητοποιώ την πολιτική πλευρά των πραγμάτων. Για την ακρίβεια τα ελληνοτουρκικά ήταν η αιτία που η γενιά μου, εντάχθηκε απότομα στον κόσμο των ενηλίκων εκείνο το καλοκαίρι του 1974, πριςν ακριβώς 41 χρόνια, τέτοια ημέρα.
Γιατί το έγραψα;
Διότι οι Ε/Τ σχέσεις προσδιορίζουν την ελληνική εξωτερική πολιτική. Είναι περίεργο που δεν υπήρχε άλλο συνολικό σύγγραμμα πέραν ενός συγγράματος του 1987. Εάν δεν ξέρουμε καλά τί συμβαίνει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εάν δεν έχουμε την ιστορική μνήμη, κινδυνεύουμε να τα ξαναζήσουμε. Είναι δε πράγματα που αναρωτιέσαι πως δεν τα ξέρουμε. Να σας πω ένα παράδειγμα.
Για τους αιχμαλώτους του 1922 πρωτάκουσα από οικογενειακές μνήμες και πρωτοδιάβασα στο Νούμερο 31328. Δεν υπάρχει, όμως, κάποιο κείμενο που να δίνει συνολικά το μέγεθος της καταστροφής με τους στρατιώτες και πολίτες που συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι και όμηροι. Πόσοι συνελήφθησαν; πόσοι επέστρεψαν; Όταν συνεδητοποιείς ότι επέστρεψαν μόλις 320 πολίτες από τους εκατοντάδες χιλιάδες που ήσαν όμηροι, τρομάζεις.
Αυτό έχει πολλαπλές αναγνώσεις.
Μία είναι η έκταση της καταστροφής. Μία άλλη ανάγνωση λέει για το ψυχικό σθένος και τα ηγετικά χαρακτηριστικά που είχε η πολιτική ηγεσία εκείνης της εποχής που, 8 χρόνια μετά την τρομερή αυτή καταστροφή, είχε τη δύναμη να επιδιώξει ειρήνευση με την Τουρκία διότι αυτό επέβαλε το συμφέρον της Ελλάδος.
Το βασικό ερώτημα στη Λευκωσία είναι, προφανώς, τί θα γίνει με το Κυπριακό;
Για να το απαντήσουμε, πρέπει να καταλάβουμε ποιό είναι το ισχυρό σημείο της κάθε πλευράς στη διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται από τουρκικής πλευράς το σύνολο των υπαρκτών δεδομένων, όπως διαμορφώθηκαν λόγω της εισβολής το 1974. Πολύ απλά, οι Τούρκοι κατέχουν το έδαφος!
Από την άλλη, η ελληνοκυπριακή πλευρά διαπραγματεύεται τη διεθνή αναγνώρισή της και τη μοναδική εκπροσώπηση του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διεθνή κοινότητα.
Το ψήφισμα 186/1964 αποδείχθηκε για την Κυπριακή Δημοκρατία το βασικό διαπραγματευτικό της όπλο μετά το 1974.
Η διαπραγμάτευση είναι: δώστε μας αναγνώριση να σας δώσουμε έδαφος.
Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντική η διατήρηση της αναγνωρίσεως –της σφραγίδας- της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γι’ αυτό είχε πει ο Τάσσος Παπαδόπουλος:
Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα.
Διότι υπάρχει πιθανότητα στο τέλος της διαπραγματεύσεως να έχουμε δώσει την αναγνώριση και να περιμένουμε να πάρουμε κάποια στιγμή κάποια εδάφη.
Οι ισορροπίες στο Κυπριακό είναι αρνητικές αρνητικές για την ελληνική πλευρά.
Το 1974 η Τουρκία βρήκε πρόσφορες τις συνθήκες για να λύσει το Κυπριακό με τρόπο που ικανοποιούσε σχεδόν πλήρως τα εθνικά της συμφέροντα.
Η κατάληψη του 37% του νησιού κατέστησε και τις ελεύθερες περιοχές όμηρο των διαθέσεών της. Επιπλέον, πέτυχε τη διαρκώς ποθούμενη από τις μεγάλες δυνάμεις σταθερότητα στην περιοχή.
Η φράση των Τούρκων ότι «μετά το 1974 δεν υπάρχει αιματοχυσία στο νησί» ακούγεται κυνική και δυσάρεστη στους Έλληνες.
Για τις μεγάλες δυνάμεις εσήμαινε, όμως, ότι οι εξελίξεις στην Κύπρο ήσαν προβλέψιμες και δεν επεφύλασσαν εκπλήξεις για την ασφάλεια των δικών τους συμφερόντων.
Έως το 2011, κακά τα ψέματα, αυτή ήταν η πραγματικότητα.
Η ανεύρεση μεγάλων ενεργειακών πηγών στην ανατολική Μεσόγειο το 2011 μπορεί να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα λύσεως της Κυπριακού που ίσχυαν μετά το 1974. Μπορεί να μεταβάλει τις ισορροπίες
Μπορεί να βοηθήσει για τη δημιουργία ισχυρών συμμαχιών.
Βλέπετε, πώς έχουν εξελιχθεί οι σχέσεις Τουρκίας με Ισραήλ και Αίγυπτο τα τελευταία χρόνια.
Μοναδική διέξοδος που έχουμε είναι να συνεχίσουμε τις έρευνες μέχρι να βρούμε και άλλα ενεργειακά αποθέματα.
Τότε μόνον θα μπορούμε να μιλάμε για μία κάπως πιο ισορροπημένη λύση του Κυπριακού.
Κάποιο τμήμα της ελληνικής πλευράς φαίνεται να πιστεύει ότι τα κυπριακά ενεργειακά κοιτάσματα μπορούν να λειτουργήσουν ως δέλεαρ προς τους Τούρκους για να βρεθεί λύση.
Πρόκειται περί ευσεβούς πόθου. Η Τουρκία θα δεχόταν να βοηθήσει, μόνον εάν ενδιαφερόταν για την ευημερία των Τουρκοκυπρίων και δεν έβλεπε την Κύπρο στρατηγικά.
Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η Τουρκία δεν θα αρκεσθεί να «συμμετέχει» στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών διά των Τουρκοκυπρίων.
Σε μία τέτοια περίπτωση, οι τελευταίοι θα απολάμβαναν των ωφελημάτων ως κάτοικοι ενός άλλου ανεξάρτητου κράτους.
Η Τουρκία θα θελήσει να εμπλακεί άμεσα στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών που έχουν βρεθεί νοτίως του νησιού. Αυτό σημαίνει ότι θα επιχειρήσει να προσαρμόσει το όποιο σχέδιο λύσεως στη νομιμοποίηση της άμεσης εμπλοκής της στον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων της Κύπρου.
Η ανεύρεση κοιτασμάτων που βρίσκονται τυχαίως στο νότιο τμήμα του νησιού, που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι όντως πολύ σημαντική αλλά για διαφορετικό λόγο. Δίνει τη δυνατότητα στον ελληνικό παράγοντα να προχωρήσει σε μία στρατηγική κίνηση, φτιάχνοντας έναν ενεργειακό διάδρομο (π.χ. αερίου ή ηλεκτρικού ρεύματος) Κύπρου-Ελλάδος προς την Ευρώπη (και θεωρητικώς από την Ευρώπη προς τη Μέση Ανατολή).
Είναι προφανές ότι συμφέρει την ελληνική πλευρά ο έλεγχος των κοιτασμάτων από τη σημερινή «ελληνική» Κυπριακή Δημοκρατία παρά από ένα μόρφωμα (παρόμοιο με αυτό που προδιέγραφε το Σχέδιο Ανάν) εν δυνάμει ενεργούμενο της Τουρκίας. Η εμπλοκή της Ευρώπης σε ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να είναι αυτονόητη.
Έρχομαι σε ένα δεύτερο ερώτημα:
Υπάρχει πιθανότητα να ζήσουμε ειρηνικά με τους Τούρκους;
Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας οφείλονται σε αντικρουόμενα συμφέροντα, σχετικώς με τον ρόλο που επιθυμεί κάθε χώρα να διαδραματίσει στην ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο. Στη γεωπολιτική σκακιέρα της ανατολικής Μεσογείου η Ελλάδα διαθέτει δύο κρίσιμα ερείσματα. Την Κύπρο, που τη φέρνει σε επαφή με τα κράτη της Μέσης Ανατολής, και το Αιγαίο, στο οποίο η απόλυτη ελληνική κυριαρχία οδηγεί σε πλήρη έλεγχο των περασμάτων προς τον Εύξεινο Πόντο. Αυτά τα δύο στοιχεία προσπαθεί να ακυρώσει η τουρκική πολιτική, διότι συγκρούονται με τη δική της αντίληψη για τον ρόλο που θέλει να διαδραματίσει στην περιοχή. Για όσον καιρό δεν υπάρχει ταυτότητα συμφερόντων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, θα υπάρχει αυτή η αντιπαλότητα.
Κλείνοντας πρέπει να επισημάνω ότι δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία του Κυπριακού για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το Κυπριακό είναι το μοναδικό θέμα που απασχολεί συνεχώς από το 1955 την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Αν και τα τελευταία χρόνια μοιάζει απομονωμένο από τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και τη Θράκη, στην πραγματικότητα είναι άμεσα συνδεδεμένο με αυτές.
Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Τουρκία αμφισβήτησε όλο το νομικό καθεστώς του Αιγαίου μόλις το 1974 και σε άμεση συνάρτηση με την εισβολή στην Κύπρο. Τα θέματα του Αιγαίου ετέθησαν ως αντίβαρο στις εξελίξεις στο νησί. Μπορεί αργότερα να απέκτησαν τη δική τους αυτονομία, αλλά στη βάση τους εξακολουθούν να συνδέονται άρρηκτα με το Κυπριακό.
Θα είναι αδύνατον να υπάρξει οριστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων χωρίς λύση και του Κυπριακού.
Η ειρήνη στο Αιγαίο περνάει από την ειρήνη στην Κύπρο.
Αντιστοίχως, μία κακή λύση στην Κύπρο θα έχει άμεσες συνέπειες στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Comments
Post a Comment