ΝΑΙ Η ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Θεμελιώδες αίτημα τής «μεταφράσεως» τών λειτουργικών κειμένων είναι η κατανόηση, «οι άνθρωποι νά καταλαβαίνουν στήν Εκκλησία».
Άν καί τό πρόβλημα τής κατανοήσεως τών λειτ. κειμένων, κυρίως δέ τής Θ. Λειτουργίας, είναι πράγματι κατανοητό, όμως δέν συνιστά «όλο» τό πρόβλημα. Νά μερικά ειλικρινή ερωτήματα:
1. Άραγε μέχρι ποίου σημείου η μονοδιάστατη κατανόηση μπορεί νά συνιστά ακαταγώνιστη αξία απολύτου προτεραιότητος; Σήμερα δηλαδή κι άλλα πράγματα τού αξιακού μας περιβάλλοντος δέν γίνονται “κατανοητά”, αλλά αυτό άραγε αρκεί γιά τόν «αναπροσδιορισμό» ή τήν «μετάφρασή» τους, όπως, π.χ. η νηστεία ή οι εκτρώσεις (δηλ. φόνος);
2. Άραγε έχει γίνει ειλικρινής επιστημονική αξιολόγηση τής χειροπιαστής εμπειρίας από τό ανάλογο εγχείρημα υπό τής λατινικής εκκλησίας καί τεκμηριωμένη αποτίμηση τών “ποσοστών επιτυχίας” του;
3. Άραγε οι νεώτεροι δέν απαξιώνονται, όταν υποστηρίζεται ότι «δέν καταλαβαίνουν», τήν ίδια ώρα πού μαθαίνουν δύο καί τρείς ξένες γλώσσες, πού απορροφούν πλήθος γνώσεων στήν ηλεκτρονική εποχή μας; Είναι αδύνατον νά μάθουν πώς «ποιώ» σημαίνει «κάνω», «Πάτερ ημών» «Πατέρα μας» καί «παράσχου» «δώσε»;
Ο πασίγνωστος ορθόδοξος θεολόγος π. Αλέξ. Σμέμαν σημειώνει ειδικότερα γιά τά παιδιά: «…Στήν εκκλησία τό παιδί βρίσκεται “στό στοιχείο του”. (…) Δέν πρέπει νά λέμε ότι “τάπαιδιά δέν μπορούν νά τό καταλάβουν αυτό”. Tά παιδιά αντιλαμβάνονται χωρίς νά καταλαβαίνουν».
4. Άραγε η ζωή τής Εκκλησίας ως λατρεύουσας κοινότητας ή η ζωή στήν Εκκλησία, ζωή πού έχει μόνιμο χαρακτήρα, ως διαρκής αγωγή καί διά βίου μάθηση (!), άραγε δέν θάκινδυνεύσει νά μεταλλαχθεί, νά «μεταφρασθεί» σέ θρησκευτική «επιβίωση» καί τυπολατρεία; Καί άραγε η Λατρεία ως έκφραση Πίστεως τής Εκκλησίας, ειδικώς δέ η Θ. Λειτουργία, δέν θά εκφυλισθεί σέ μιά παράσταση γιά τούς ευκαιριακούς καί φευγαλέους «πελάτες», πού δέν «καταλαβαίνουν», αλλά απαιτούν νά καταναλώσουν βιαστικά κατανοητή Λατρεία;
Άραγε δέν είναι γνωστό πώς πολλοί χριστιανοί (ελληνόφωνοι) δέν έχουν εγκεντρισθεί βιωματικώς στήν Εκκλησία; Καί πώς δέν ξέρουν ούτε τίς απλούστερες προσευχές (Πάτερ ημών, Πιστεύω, N΄ Ψαλμός κ.λπ.), καθώς η προσευχή δέν είναι εντεταγμένη συστηματικώς στήν ζωή τους, επειδή απλούστατα η ίδια η προσευχή δέν είναι «κατανοητό» πράγμα• είτε μεταφρασμένα είτε αμετάφραστα, είτε κατανοητά είτε «ακατανόητα» κι άν είναι τά λόγια τών προσευχών;
Τελικώς ποιό μοντέλο χριστιανού καί ποιό μοντέλο Λατρείας οραματιζόμαστε;
5. Άραγε αυτή η περιβόητη «κατανόηση» δέν κατανοείται καί δέν μαθαίνεται ποτέ; Άν π.χ. ο πιστός μάθει μιά φορά πώς η λειτουργική προτροπή «άνω σχώμεν τάς καρδίας» σημαίνει «άς έχουμε πάνω, άς υψώσουμε τίς καρδιές», θά πρέπει άραγε διά βίου νά τήν ακούει «μεταφρασμένη»;
6. Άραγε η κατανόηση είναι επαρκής συνθήκη, γιά νά προσπελάσει ο πιστός στόν πνευματικό κόσμο, στόν οποίο τόν καλεί η Λατρεία, ένα κόσμο γεμάτο σημεία καί σύμβολα;
7. Μήπως, όταν επιτευχθεί η «κατανόηση», θά διακυβευθούν άλλα πνευματικά αγαθά, όπως η ακρίβεια, πολύ δέ περισσότερο αυτή η πνοή τού Αγίου Πνεύματος, πού ελάλησε εν τοίς Αγίοις μέ τίς λέξεις; Ο M. Αθανάσιος λέει: «μηδέ πειραζέτω τάς λέξεις μεταποιείν ή όλως εναλλάσσειν», γιατί οι Άγιοι δέν ελάλησαν από τό κεφάλι τους, αλλά υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι (Β/ Πέτρ. α/ 21) καί μέσα στίς λέξεις, πού χρησιμοποίησαν, έχουν αποθησαυριστεί αλήθειες καί έχει αποταμιευθεί πνευματική δύναμη.
8. Μήπως η πολυθρύλητη «κατανόηση», μέ τήν απόλυτη έμφαση πού τής δίνεται, θά δοκιμάσει νά εκτοπίσει τήν ορθόδοξη γνωσιολογία, γιά χάρη τής ακαταμάχητης γοητείας πού ασκεί η διάνοια;
9. Μήπως μοιάζει εξαιρετικώς ανελαστική η λύση τής μονίμως «μεταφρασμένης» λατρείας;
Η «μετάφραση» τών αγιογραφικών-λειτουργικών κειμένων στά Ν. Ελληνικά είναι αρρήκτως συνυφασμένη μέ τήν θεολογική, ιστορική καί πραγματολογική ερμηνεία τους.Αραδιασμένες νεοελληνικές λέξεις δέν “λένε” σχεδόν τίποτα άν καί “κατανοητές” (π.χ. «Xαίρε, θάλασσα, πού καταπόντισες τόν νοητό Φαραώ• χαίρε, πέτρα, πού πότισες όσους διψούσαν τήν ζωή»). Γιά νά δώσουν ένα μήνυμα, προαπαιτείται ερμηνεία. Τότε όμως μάλλον περισσεύει η λειτουργική χρήση νεοελληνικής “μεταφράσεως”, επειδή τό νοηματικό περιεχόμενο θά έχει ήδη αφομοιωθεί. Μήπως λοιπόν γιά νά καταλάβω τή σημασία, πρέπει προηγουμένως νά μάθω τό νόημα; (καί γιά νά τό μάθω, πρέπει πρώτα νά θελήσω νά τόδιδαχθώ;)
Στά αμέσως επόμενα χρόνια οπότε ούτε καί τών απλουστέρων λέξεων, όπως «Ανάσταση», «Xριστός», «Εκκλησία», ή «Παναγία», τό περιεχόμενο δέν θά “κατανοείται”, τί θάεπινοήσουμε; Θά ξανα-“μεταφράσουμε” άραγε τά “μεταφρασμένα ” ή θά θρηνήσουμε συνειδητοποιώντας πώς «καταβρέξαμε τήν καιομένη βάτο»;
Μήπως τελικά πάνω από τήν κατανόηση θά ήταν πιό αποδοτικός αυτός ο εκκλησιαστικώς καταξιωμένος τρόπος υπερβάσεως τών μικρών γλωσσικών δυσκολιών, ησυστηματικότερη ερμηνεία δηλαδή; (βλ. σχετ. τό πλήθος ερμηνευτικών έργων [γιά τά «δυσκολοκατάληπτα», όπως γράφει] τού αγ. Nικοδήμου τού Αγιορείτου, στά οποία μαθητεύουν όσοι τίμιοι καί ευσυνείδητοι επιθυμούν νά “καταλάβουν”), ειδικώς μάλιστα στήν εποχή τής Πληροφορίας, τού Διαδικτύου καί τού Ηλεκτρονικού Βιβλίου.
Ο άγ. Ιω. Xρυσόστομος χτυπάει τό καμπανάκι τής ευθύνης καθενός ζητώντας «μία χάρη»: προετοιμασία στό σπίτι καί «προοικείωση» μέ τά λόγια καί τά νοήματα τού Ευαγγελίου. Καί ο άγιος Βαρσανούφιος απαντά στόν μαθητή του, πού διαβάζει τούς Ψαλμούς αλλά δέν τούς κατανοεί, πώς «ο κόπος γιά τήν εκμάθηση τής γλώσσας όχι μόνο θά τόν βοηθήσει στήν κατανόηση, αλλά, πολύ περισσότερο, θά τού δώσει πλουσία χάρη εις ζωήν αιώνιον».
Εξ άλλου, ο Χριστός χρησιμοποιεί τίς παραβολές, ως αινιγματώδεις διηγήσεις μέ βαθύτερες αλήθειες από τίς φαινομενικές, γιά νά «διεγείρη τόν ακροατήν», επειδή η ευκολία πολλούς τούς οδηγεί στή ραθυμία, όπως εξηγεί ο άγ. Ιω. Xρυσόστομος.
Σέ άλλες περιπτώσεις, πού οι Μαθητές δέν καταλαβαίνουν τά λόγια τού Χριστού, Εκείνος τούς τά εξηγεί. Καμιά φορά τούς μαλώνει: «πώς ου νοείτε …;» Kαί τότε καταλαβαίνουν,αφού όμως προηγουμένως μέ τήν επιτίμησή Του έχουν αποβάλει τήν οκνηρία καί τίς προκαταλήψεις (Ματθ. ι/ 11-12)
Καί κάτι άλλο: από τήν πρώτη στιγμή πού γράφονται οι επιστολές τής K. Διαθήκης διαπιστώνονται από τούς ίδιους τούς Αποστόλους «δυσνόητα», δυσπρόσιτες λέξεις-έννοιες-πράγματα, καί οι αμαθείς τά διαστρεβλώνουν (Β΄ Πέτρ.).
Συνεπώς μήπως τό πρόβλημα τής «κατανοήσεως» δέν είναι καί τόσο καινούργιο καί η λύση του δέν είναι αναγκαστικά η «μετάφραση», αλλά μάλλον η ερμηνεία;
10. Εξ άλλου, τί μένει σήμερα χειροπιαστό, ζωντανό στήν Ελλάδα από τόν πολυδιαφημιζόμενο αλλά πολύκλαυστο Πολιτισμό μας, εκτός από τό «Φώς ιλαρόν», τό «Γλυκύ μου έαρ», τό «Xριστός ανέστη», δηλαδή τήν γλώσσα τής Εκκλησίας;
Εν περιπτώσει δέ “μεταφράσεως” πώς θά απολογηθούμε στούς νεωτέρους, πού η γενιά μας δέν είχε τό σθένος νά κρατήσει τήν πατρική κληρονομιά; Tί θά δικαιολογηθούμε, πού διακόψαμε σέ μιά τεχνητή συγκυρία, γιά χάρη μιάς πρόσκαιρης καί μυθοποιημένης διανοητικής “απολαύσεως” τήν από τού Ομήρου μέχρι σήμερα αδιάκοπη λαλιά τού λαού μας, πού μιλιέται ακόμη καί τραγουδιέται μέσα στίς εκκλησιές;
Στούς ομοδόξους αδελφούς μας, αλλά καί στούς ξένους μελετητές τί θά πούμε;
Tήν ώρα πού πασχίζουμε γιά τά «Ελγίνεια Mάρμαρα», τήν ίδια ώρα δέν μοιάζει κάπως οξύμωρο νά συζητάμε πώς ένα ολοζώντανο κομμάτι τού χριστιανικού πολιτισμού θά τό αφανίσουμε;
11. Τό αίτημα τής “μεταφράσεως” εμπεριέχει στόν εαυτό του καί εξυπονοεί σιωπηρώς ένα αρχέτυπο, από τό οποίο θά γίνει η “μετάφραση”. Αυτό όμως είναι αντιφατικό, επειδή η ίδια η“μετάφραση” καθ? εαυτήν παραδέχεται πώς μέσα καί πίσω από τίς λέξεις υπάρχει ένα περιεχόμενο, τό οποίο πρέπει νά μείνει «αμετάφραστο». Γιά νά είναι συνεπές πρός τόν ίδιο του τόνεαυτό του τό αίτημα τής “μεταφράσεως”, πρέπει νά συμπεριλάβει καί τήν δυνατότητα αλλαγής αυτού τού ίδιου τού γλωσσικού πρωτοτύπου. Γιατί λοιπόν αντί “μεταφράσεως” νά μήσυνταχθούν «νέα κείμενα», π.χ. καινούργια Θ. Λειτουργία;
12. Αλλά καί μέ τίς άλλες «ακατανόητες» “γλώσσες” τής Εκκλησίας τί θά γίνει; Μέ τήν εκκλησιαστική μουσική π.χ., η οποία “ντύνει” τόν λειτουργικό λόγο; Γιατί νά μή γίνει μετάφραση καί τής βυζαντινής μουσικής σέ σύγχρονη; Ή μέ τήν εκκλησιαστική εικονογραφία, πού είναι πάλι μιά “γλώσσα ακατανόητη” στόν σύγχρονο άνθρωπο; Ή μέ τάευχαριστιακά είδη, αφού ο άρτος καί ο οίνος δέν αποτελούν τήν “βασική γλώσσα” διατροφής τού παγκοσμίου ανθρώπου; Ή μέ τήν ίδια τήν άσκηση, πού είναι μιά ακόμα “ακαταλαβίστικη γλώσσα” σήμερα;
Η «μετάφραση» άραγε δέν θά 'ναι ανακόλουθο νά μή συμπαρασύρει κι άλλα πράγματα καί θέσμια τής Εκκλησίας, καθώς αντιστοιχεί σέ μιά γενική τάση “επαναπροσδιορισμού”, καί“αναστοχασμού” τών υφισταμένων “δομών” ή “παραδεδομένων αρχών”.
13. Στόν λογικοφανή καί επιστημονικώς απαράδεκτο ισχυρισμό: «Άν ο Xριστός ερχόταν σήμερα, τί γλώσσα θά μιλούσε», άραγε δέν απαντά ο ίδιος ο Χριστός, πού ηθέλησε νά γεννηθεί«εν ταίς ημέραις…Kαίσαρος Αυγούστου», καί νά σταυρωθεί «επί Ποντίου Πιλάτου»; Αλλιώς μήπως ανατινάζεται ο ρεαλισμός τής Ενσαρκώσεως;
14. Ερωτητέον πώς γίνεται νά παρακαμφθεί ελαφρά τή καρδία η γνωστή μαρτυρία τού μακαριστού αγίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ: «είμεθα κατηγορηματικώς πεπεισμένοι ότι ουδόλως υπάρχει ανάγκη αντικαταστάσεως τής παραδεδομένης Λειτουργικής γλώσσης… Είναι άτοποι οι ισχυρισμοί περί τού δήθεν ακατανοήτου».
Kαί πώς γίνεται νά περιφρονηθεί αδίστακτα η επί τούτω επισήμανση τού αγ. Nικοδήμου τού Αγιορείτου: «Φυλαχθήτε αδελφοί, καί από τόν λογισμόν τούτον: εσύ είσαι αγράμματος καίδέν καταλαμβάνεις εκείνα όπου λέγονται εν τή εκκλησία…άν εσείς συχνά πηγαίνετε εις τήν εκκλησίαν καί ακούετε τά θεία λόγια, η συνέχεια εκείνη θά σάς κάμη μέ τόν καιρόν νάκαταλαμβάνετε εκείνα όπου δέν εκαταλαμβάνατε, διότι ο Θεός βλέπωντας τήν προθυμίαν σας ανοίγει τόν νούν σας καί τόν φωτίζει εις τό νά καταλαμβάνη».
15. Tέλος. Mέσα στήν πνευματική κοσμοχαλασιά πού σαρώνει τά πάντα, μέσα στήν προωθουμένη πολτοποίηση ανθρώπων καί πολιτισμών, καί μέ τήν Ελλάδα στά πρόθυρα οικονομικού καταποντισμού, άραγε τό τελευταίο, πού θά χρειαζόταν, δέν είναι μιά απονενοημένη αυτοεμπλοκή σέ “νεογλωσσικές έριδες” μέ άρωμα εκκλησιαστικό καί γεύση «γκρίκλις»;
Αντί μονότονα νά αναμασάμε ληγμένα στερεότυπα, μήπως πιό επείγων καί πιό συμβατός μέ τίς σημερινές ανάγκες φαίνεται νά είναι ένας χαμηλόφωνος ερμηνευτικός λόγος γιά τίς αλήθειες τής Πίστεως καί συνολική αναθεώρηση τρόπου ζωής, μιά ζωντανή μαρτυρία αγάπης Xριστού, παρά μιά “εργολαβία” Λειτουργικής Mεταρρυθμίσεως;
Άν οι άνθρωποι σήμερα τείνουν νά αποστρέφουν τό πρόσωπό τους από τήν Εκκλησία, μού φαίνεται πώς δέν τό κάνουν τόσο επειδή δέν κατανοούν τήν γλώσσα τής Λατρείας, όσο επειδή, πρώτον, δέν κατανοούν ότι υπάρχουν αρκετά πράγματα πού δέν “κατανοούνται”• επειδή, δεύτερον, δέν κατανοούν τί ακριβώς “εννοούν” τά εκκλησιαστικά λόγια (ακόμα καίμεταφρασμένα), δέν καταλαβαίνουν δηλαδή τί νόημα μπορεί νά έχουν τά “λόγια”, τά νοήματα, τά πράγματα τής Εκκλησίας καί τού Θεού στήν ζωή τους καί δέν βρίσκεται εύκολα κάποιος ικανός νά τούς τά ερμηνεύσει ζωογονητικά• επειδή, τρίτον δέν διδάχθηκαν πώς στήν Εκκλησία δέν πάς γιά νά “καταλάβεις” αλλά γιά νά αγαπήσεις, καί επειδή, τέταρτον, ίσωςέχουν κι ένα δίκιο: δέν έχουν καί πολλή όρεξη νά “καταλάβουν” κάτι από τήν Zωή, τόν Σταυρό καί τήν Ανάσταση Ιησού Xριστού.
Ο π. Αθαν. Στ. Λαγουρός είναι πτυχ. Νομικής, εφημέριος τού Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής (ομων. δήμου) τής Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών καί πατέρας τριών παιδιών.
Comments
Post a Comment