Ένα Ποίημα για τον Άνεργο "Καημός το Μεροκάματο"

Πιάσαν τα χέρια μας σκουριά
Οι τσέπες γίνονται τρύπια κομμάτια
Τυλίγεται αμήχανα το δάκτυλο στο λουρί
Οι ελπίδες για καμιά δουλειά
Στης Πολιτείας τα σκαλοπάτια
Γέρνει άμοιρος, άστεγος, στο χάρτινο κουτί

Μόνος καημός μας ξέχασε ο Θεός!

Λιγοστό το φως στις γειτονιές
Φαίνονται οι νύχτες παγερό ρυάκι
Τα όνειρα σ' αδιέξοδα μονοπάτια
Ίσκιοι πετιούνται απ' τις γωνιές
Εφιαλτικές οι φωνές, γουρλωμένο μάτι
σαν Δάσος με χιλιάδες φύλλα σάπια


Χωρίς μεροκάματο βέβαιος θάνατος!

Πολιτεία, κακιά μητριά πήρες τα κλειδιά
βρήκαμε βροχή σε μαύρο σύννεφο το πρωινό
Χλωμός κι απόκληρος έμεινε ο καημός
Κι όλες τις πόρτες διπλοκλείδωσες βαριά
κι ορφανός ο ήλιος, ξεπρόβαλε στον ουρανό
βαρείς της ανεργίας ακούγεται ο αναστεναγμός

Μονός η Ζυγός, της ελπίδας ο αριθμός?
ape

Comments

Popular posts from this blog

Το Καπούτι θα είναι τα "σύνορα" σε μια νέα Μόρφου

Τα Χριστούγεννα είναι για να συναντηθούμε και πάλι με τα αγαπημένα μας πρόσωπα

Η παραβολή του Άφρονος πλουσίου - Φάε, Πίε, Ευφραίνου